-
1 νοσφιδιος
См. также в других словарях:
νοσφίδιος — νοσφίδιος, ία, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακρινός 2. κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)] … Dictionary of Greek
νοσφίδιος — clandestine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφιδίων — νοσφίδιος clandestine fem gen pl νοσφίδιος clandestine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφίδιον — νοσφίδιος clandestine masc acc sg νοσφίδιος clandestine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)