Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νοσφίδιος

См. также в других словарях:

  • νοσφίδιος — νοσφίδιος, ία, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακρινός 2. κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)] …   Dictionary of Greek

  • νοσφίδιος — clandestine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσφιδίων — νοσφίδιος clandestine fem gen pl νοσφίδιος clandestine masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσφίδιον — νοσφίδιος clandestine masc acc sg νοσφίδιος clandestine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»