-
1 νοστήσατο
νοστέωgo: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) -
2 νοστέω
νοστέω, zurückkehren, heimkehren, zur Heimath gelangen; oft Hom., ἐς πατρίδα γαῖαν, auch οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε; εἰ νόστησ' Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα, Od. 20, 332; ἢ εὖ ἠὲ κακῶς, Il. 2, 253; καὶ ἐκ πυρὸς αἰϑομένοιο νοστήσαιμεν, 10, 246, d. i. glücklich davonkommen; κάλλιον ἐνόστησε, Pind. N. 11, 26; μήτε νοστῆσαί ποτε τὸ κοῖλον Ἄργος, nach Argos, Soph. O. C. 1388, wie οὔπω νενόστηκ' οἶκον, Eur. I. T. 534; πατρίδα, Hel. 1031; νοστήσαντά μιν εἰς τὰ οἰκία, Her. 1, 122; ὀπίσω, 3, 26; νοστεῖν πάλιν, Ar. Av. 1270; – aber εἰς ἐκκλησίαν νοστῶν ist = hingehend, Ach. 29, wie Plat. Ep. VII, 335 c πορείαν νοστεῖν gesagt ist; einzeln so bei Sp. – Qu. Sm. 1, 269 braucht auch das med. νοστήσατο. – Paus. 7, 2, 11 ὡς δ' ἐνόστησε τὸ ὕδωρ καὶ οὐκέτι ἦν ϑάλαττα, als es süß und trinkbar wurde. Vgl. νόστιμος u. νόστος am Ende.
-
3 νοστέω
A go or come home, return,ν. ἐς πατρίδα γαῖαν Od.1.290
, Epic. ap. Plu.2.297b; ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε, Il.4.103, 5.687, Od.1.83: c. acc., ν. Ἄργος, οἶκον, S.OC 1386, E.IT 534: pleon.,ὀπίσω ν. Hdt.3.26
;ν. πάλιν Ar.Av. 1270
: c. dat. modi,ν. κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
:—[voice] Med.,νοστήσατο πάτρην Q.S.1.269
.2 abs., return safe, Il.10.247; return,ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν 2.253
;κάλλιον ἂν.. ἐνόστησ' ἀντιπάλων Pi.N.11.26
, etc.4 c. acc. cogn.,ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν Pl.Ep. 335c
.II (cf. νόστος II, νόστιμος II) ἐνόστησε τὸ ὕδωρ the water became drinkable, Paus.7.2.11.
См. также в других словарях:
νοστήσατο — νοστέω go aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)