-
1 νομαρχης
-
2 νομάρχης
νομάρχηςgovernor of a region: masc nom sgνομαρχέωhold office of: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 νομάρχης
ο номарх, начальник нома, округа -
4 νομάρχης
[номархне] ουσ α номарх, начальник нома округа. -
5 νομάρχης
II esp. in Egypt, governor of aνομός 11.2
, Hdt.2.177, Arist.Oec. 1352a10, D.S.1.73, Arr.An.3.5.4; later, of a district financial officer, PRev.Laws37.3, al. (iii B.C.), Sammelb. 6314, al.(iii B.C.), PSI4.361.21 (iii B.C.), PTeb. 108Intr. (i B.C.), PSI8.901.11 (i A.D.), BGU 1605 (ii A.D.), etc.;ν. τοῦ Ἀρσινοΐτου PPetr.3p.205
(iii B.C.); of an official of the town of Antinoöpolis, POxy.1463.1 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομάρχης
-
6 νομάρχης
-
7 νομάρχης
préfet -
8 νομάρχαι
νομάρχηςgovernor of a region: masc nom /voc plνομάρχᾱͅ, νομάρχηςgovernor of a region: masc dat sg (doric aeolic) -
9 νομάρχαις
νομάρχηςgovernor of a region: masc dat pl -
10 νομάρχην
νομάρχηςgovernor of a region: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 νομαρχος
-
12 νομάρχας
νομάρχᾱς, νομάρχηςgovernor of a region: masc acc plνομάρχᾱς, νομάρχηςgovernor of a region: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 νομαρχών
νομάρχηςgovernor of a region: masc gen plνομαρχέωhold office of: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
14 νομαρχῶν
νομάρχηςgovernor of a region: masc gen plνομαρχέωhold office of: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
15 νομάρχη
-
16 νομάρχῃ
-
17 νομάρχου
νόμαρχοςmasc gen sgνομάρχηςgovernor of a region: masc gen sg -
18 νομαρχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαρχέω
-
19 νομαρχία
νομαρχ-ία, ἡ,A province or district of a νομάρχης, PPetr.3p.78, al. (iii B.C.), prob. in D.S.19.85;ἡ τῆς ν. τράπεζα PTeb.350.4
(i A.D.); ὁ τῆς ν. λόγος Meyer Ostr.42 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαρχία
-
20 νόμαρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμαρχος
См. также в других словарях:
νομάρχης — governor of a region masc nom sg νομαρχέω hold office of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… … Dictionary of Greek
νομάρχης — ο ο προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ενός νομού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομάρχαι — νομάρχης governor of a region masc nom/voc pl νομάρχᾱͅ , νομάρχης governor of a region masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαρχεύω — [νομάρχης] νομαρχώ … Dictionary of Greek
νομαρχῶν — νομάρχης governor of a region masc gen pl νομαρχέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομάρχαις — νομάρχης governor of a region masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομάρχην — νομάρχης governor of a region masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομάρχῃ — νομάρχης governor of a region masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek