-
1 νομέας
νομέας, ὁ, = νομεύς, Greg. Naz. ep. (VIII, 17).
-
2 νομεας
-
3 νομέας
νομέᾱς, νομέηςmasc acc plνομέᾱς, νομέηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)νομέᾱς, νομεύςherdsman: masc acc pl -
4 mutasarrıf
νομέας, κτήτορας, έπαρχος, αρμοστής -
5 ἀντ-εφ-εστιάω
ἀντ-εφ-εστιάω, dagegen hernach bewirthen, v. l. für ἀνταφεστιάω, Plat. Tim. 17 b; τὰ ζῷα ἀντεφεστιᾷ τοὺς νομέας Acl. N. A. 15, 7.
-
6 мидель-шпангоут
мор. о νομέας μέσης τομήςтеоретический - η μέση τομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мидель-шпангоут
-
7 планёр
το ανεμόπλανο, το ανεμόπτερο- самолёта ο νομέας, το πλαίσιοучебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планёр
-
8 рама
το πλαίσιο, η βάσηдверная - της θύρας/πόρτας- στήριξηςкопировальная полигр. - εκτύπωσηςфундаментная - βάσης, η βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рама
-
9 ребро
1. (элемент конструкции) το νεύρο, η ενίσχυση, ο νομεύς, ο νομέαςвертикальное - η κάθετη ακμή, το κάθετο ενισχυτικό2. (в теплообменных устройствах) το πτερύγιοохлаждающее (хол.) - της ψύξης, η πλευ-ρίδα ψύξης3. (край, узкая сторона какого-л предмета) η αιχμή, το άκρο, το χείλος, η πλευρά, το πλευρό 4. анат. το πλευρό 5. мат. η ακμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ребро
-
10 стрингер
η (διαμήκης) ενίσχυσ/ητο διάμηκες ενισχυτήριοο διαμήκης νομέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стрингер
-
11 тукоразбрасыватель
ο λιπασματοδια-νομέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тукоразбрасыватель
-
12 rib
[rib]1) (any one of the bones which curve round and forward from the backbone, enclosing the heart and lungs.) πλευρό, παϊδι2) (one of the curved pieces of wood which are joined to the keel to form the framework of a boat.) τοξοειδής ενδυνάμωση βάρκας (εγκοίλιο, νομέας)3) (a vertical raised strip in eg knitted material, or the pattern formed by a row of these.) λάστιχο4) (any of a number of things similar in shape, use etc to a rib, eg one of the supports for the fabric of an aeroplane wing or of an umbrella.) νεύρο, μπανέλα•- ribbed- ribbing -
13 шпангоут
-а α.νομέας, πόστα. -
14 τέμνω
τέμνω (A), [dialect] Ion., [dialect] Dor., and [dialect] Ep. [full] τάμνω, Il.3.105, al. ( τέμνω once in Hom., Od.3.175), Hdt.2.65, Democr.263, Hp.Acut.22, SIG1026.20 (Cos, [voice] Pass.), cf. ἀποτέμνω, διατέμνω: [ per.] 3sg. [tense] pres. [full] τέμει only in Il. 13.707 ([ per.] 2sg. τέμεις prob. in Epigr. ap. Suid.A s.v. βοῦς ἕβδομος): τέμνω is f.l. in Pi.P.3.68 and v.l. in O.13.57, cf. τάμνω ib.12.6, B.5.17, 16.4, but is the only [dialect] Att. [tense] pres., Th.3.26, IG12.76.56, etc. (v. also τμήγω): Iterat.τέμνεσκον A.R.1.1215
, Q.S.6.217: [tense] fut. , Th.1.82, etc.; [dialect] Ion.τεμέω Hp.Jusj.
: [tense] aor. [dialect] Ion. and [dialect] Dor. ἔτᾰμον, [dialect] Ep. τάμον, Il.3.292, al., SIG4.10 (Cyzicus, vi B.C.), Pi. N.3.33, Hdt.7.132; [dialect] Ep. inf.ταμέειν Il.19.197
; [dialect] Att.ἔτεμον Th.6.7
, IG22.1666A8, etc.: [tense] pf. , ([etym.] ἀπο-) Pl.Men. 85a; [dialect] Dor.[ per.] 3sg.τετμάκει Archim.Con.Sph.22
,26; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. part. (in pass. sense) τετμηώς A.R4.156:—[voice] Med., [tense] fut. τεμοῦμαι ([etym.] ὑπο-) Ar. Eq. 291 (lyr.), X.Cyr.1.4.19, etc.: [tense] aor. ἐταμόμην, inf.ταμέσθαι Il.9.580
; [dialect] Att. ([etym.] ἀπ-), Luc.Pr.Im.24:—[voice] Pass., [tense] fut.τμηθήσομαι Arist.LI 968b17
; [dialect] Dor.τμα- Archim.Aequil.2.2
; alsoτετμήσομαι Philostr.VA4.24
, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 564c: [tense] aor. , Th.2.18, etc.; [dialect] Dor.ἐτμα- Archim.Con.Sph.11
: [tense] pf.τέτμημαι Od.17.195
, Th.3.26, etc.; [dialect] Dor.τετμα- Archim.Con.Sph.12
(τετμη- Pi.I.6(5).22
codd.):— cut, in Hom. and elsewhere usu. of particular kinds of cutting (v. infr.); generally, ὀδόντας οἵους τέμνειν fit for cutting, X.Mem.1.4.6; τοιοῦτον τμῆμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει; Pl.Grg. 476d.2 cut, wound, maim,ἀλλήλων ταμέειν χρόα χαλκῷ Il.13.501
, 16.761; πρὸς δέρην τ. wound her in the neck, A.Eu. 592; οἱ στενοὶ (sc. τελαμῶνες) τέμνουσι narrow bandages cut the patient, Sor.1.83.3 of a surgeon, cut,ἐκ μηροῦ τ. βέλος Il.11.844
;τ. τὰν κοιλίαν IG42(1).122.40
(Epid., iv B.C.); τὴν χεῖρα (in blood-letting) Gal.16.810: abs., use the knife, as opp. to cautery ([etym.] κάειν), ἤτοι κέαντες ἢ τεμόντες A.Ag. 849
, cf. X.An.5.8.18, Pl.Grg. 456b, 480c, 521e, etc.:— [voice] Pass., to be operated upon, Hp.Aph.7.44, Pl.Grg. 479a.5 prune vines, LXX Le.25.3, cf. Is.5.6 ([voice] Pass.); cut, i.e. gather, herbs, Dsc.3.132 ([voice] Pass.).II cut up, cut to pieces, of animals, Il.9.209; τ. μελεϊστί, διὰ μελεϊστί, κατὰ μέλη, 24.409, Od.9.291, Pi.O.1.49;τ. ἰχθῦς Hdt.2.65
, cf. 3.42, etc.:—[voice] Med.,ταμνομένους κρέα πολλά Od.24.364
.b slaughter, sacrifice,ταμέειν Διί τ' Ἠελίῳ τε Il.19.197
; σφάγια τ. E.Supp. 1196:—[voice] Pass.,σφάγια τέμνεται Id.Heracl. 400
.2 ὅρκια τάμνειν sacrifice in attestation of an oath, and hence, take solemn oaths, Il.2.124, Od.24.483, etc. (also in late Prose, as Plb.21.24.3, 21.32.15, al.); , etc.; θάνατόν νύ τοι ὅρκι' ἔταμνον I made a truce which was death to thee, 4.155; ἐπὶ τούτοισι τ. ὅρκιον on these terms, Hdt.7.132; without ὅρκιον, τ. τισὶ μένειν τὸ ὅρκιον make a covenant that.., Id.4.201; alsoσπονδὰς τέμωμεν E.Hel. 1235
; ἆρα φίλιά μοι τεμεῖ; Id.Supp. 376 (lyr.):—[voice] Med., of two parties,ὅρκια τάμνεσθαι Hdt.4.70
.3 φάρμακον τέμνειν cut or chop up a plant for purposes of medicine or witchcraft, Pl.Lg. 836b: metaph., ib. 919b, Ep. 353e: hence πόρον or ἄκος τέμνειν contrive a means or remedy, A.Supp. 807 (lyr., dub.l.), E.Andr. 121 (lyr.).4 divide, of a river, μέσην τ. Λιβύην cut it in twain, Hdt.2.33, cf. E.El. 411; of a mountain-chain, D.P.340, 890; τ. δίχα cleave in two, Pl.Smp. 190d:-[voice] Med., ἑπτὰ μέρη τεμόμενος having divided it into seven parts, Id.Lg. 695c:—[voice] Pass.,γραμμὴ δίχα τετμημένη Id.R. 509d
; τετμημένος ἐξ ἑνὸς δύο cut from one into two, Id.Smp. 191d.b διὰ τῆς δριμυφαγίας εἰ καὶ τὸ πάχος τέμνοιτο τοῦ γάλακτος were to be diluted, thinned, Sor.1.98;ἡ τῆς πτισάνης [ὕλη] τ. καὶ ὑγραίνει τὰ τῆς ἀναπτύσεως δεόμενα Gal.15.507
, cf. 6.352, 14.742; , cf. Vict.Att.1, al.5 divide logically,τ. δίχα Pl.Phlb. 49a
, Plt. 287b; τ. τὸν ἀριθμὸν ἀρτίῳ καὶ περιττῷ into even and odd, ib. 262e, cf. 266e, al.; εἰς δύο μέρη τέμνουσι [ τὴν πραγματείαν] Sor. 1.1:—[voice] Pass.,διχῇ τέμνεσθαι Pl.Sph. 223c
.III cut off, severἐκ κεφαλέων τρίχας Il.3.273
;κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς 18.177
;δρακόντοιν κάρα A.Ch. 1047
, cf. S.Ph. 619;λαιμούς τινος Ar.Av. 1560
; πλόκον, φόβας, βόστρυχον, S.Aj. 1179, El. 449, 901 ([voice] Pass.), etc.;τράχηλον σώματος χωρίς E.Ba. 241
; Ὕδραν τ. Pl.R. 426e: with double acc., ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ τάμνε νέους ὄρπηκας cut the branches off the fig-tree, Il.21.38 ( ἐρινεοῦ cj. Agar):—[voice] Pass., τρίχας ἐτμήθην had them cut off, E.Tr. 480.2 part off, mark off,τέλσον ἀρούρης Il.13.707
;τέμενος 6.194
; so in [voice] Med., 9.580; also τάμνοντ' ἀμφὶ βοῶν ἀγέλας they cut them off, surrounded them, 18.528.IV cut down, fell, of trees and timber, δένδρεα, δρῦς, φιτρούς, 11.88, 23.119, Od.12.11, etc.; ; τίς.. ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν Ἰλίῳ πεύκαν; E.Hel. 231 (lyr.);τ. ὕλην Th.2.98
; τ. ξύλα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ib.75;χάρακας ἐκ τοῦ τεμένους Id.3.70
:—[voice] Pass., [μελίη] χαλκῷ ταμνομένη Il.13.180
;ῥόπαλον τετμημένον Od.17.195
; ἡ ὕλη ἡ τετμ. the felled timber, D.42.30:—[voice] Med., δοῦρα τάμνεσθαι fell oneself timber, Od.5.243, cf. Hdt.5.82, E.Hec. 634 (lyr.).2 λίθον τ. hew or quarry it, IG12.76.56, cf. 22.1666A8, 42(1).102.41, al. (Epid., iv B.C.), Pl.Criti. 116a, PPetr.2p.6 (iii B.C.), D.S.5.13; τ. μέταλλον open or work a mine, Hyp.Eux.35 ([voice] Pass.):—[voice] Med., λίθους τάμνεσθαι have them wrought or hewn, Hdt.1.186.3 cut down for purposes of destruction,γῆς τ. βλαστήματα E.Hec. 1204
;τ. τὸν σῖτον X.Mem.2.1.13
; also τ. τὴν γῆν lay waste the country by felling the fruit-trees, cutting the corn, etc., Hdt.9.86, cf. Th.2.19,55, And.3.8 ([voice] Pass.);τῆς γῆς ἔτεμον οὐ πολλήν Th.6.7
: c. partit. gen., τῆς γῆς τ. waste part of it, Id.1.30, 2.56:—[voice] Pass., ib.18,20.V cut into shape,δέρμα βόειον Od.14.24
;ἱμάντας ἐκ τοῦ δέρματος Hdt.5.25
:—[voice] Med.,νομέας ταμόμενοι Id.1.194
.2 τ. ὁδόν cut or make a road,τ. ὁδοὺς εὐθείας Th.2.100
;τ. διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων Pl.Criti. 118e
;τάφρον τεμέσθαι PHal.1.107
(iii B.C.); ὁ τέμνων (sc. τὴν τάφρον) ib. 110: metaph., ὀχετοὺς ἐπὶ τὸν πλεύμονα ἔτεμον carried channels or ducts to the lungs, Pl.Ti. 70d, cf. 77c;οὐκ.. ἐγὼ πρῶτος ταύτην ἐτεμόμην τὴν ὁδόν Luc.Pr.Im.24
:—[voice] Pass.,μυρίαι τέτμηνται κέλευθοι Pi.I.6(5).22
;οὐ τετμημένων [τῶν] ὁδῶν Hdt.4.136
, etc.b make one's way, advance,ὦ τὴν ἐν ἄστροις.. τέμνων ὁδὸν.. Ἥλιε E.Ph. 1
;διὰ μέσου.. αἰθέρος τέμνων κέλευθον Ar.Th. 1100
; τὴν μεσόγαιαν τ. τῆς ὁδοῦ take the inland road, strike through the interior, Hdt.7.124, 9.89: metaph., μέσον τι τέμνειν hold a middle course, Pl.Prt. 338a; τὴν μέσην τ. Plu.2.7b; μέσον τινὰ [ βίον] τ. Pl.Lg. 793a;βιότοιο τ. τρίβον AP9.359
(Posidipp. or Pl.Com.), 360 (Metrod.): abs., make one's way, A.R.2.1244, 4.771.3 of ships, cut through the waves, plough the sea, τ. πέλαγος μέσον, κύματα θαλάσσης, Od.3.175, 13.88, cf. Pi.P.3.68: metaph., ψεύδη.. τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες men's hopes are tossed about as they cut through the sea of lies, Id.O.12.6: of birds, αἰθέρος αὔλακα τ. cleave the air, Ar.Av. 1400, cf. h.Cer. 383, E.Epigr.2.VII cut short, bring to a crisis or decision,μαχᾶν τ. τέλος Pi.O.13.57
;κίνδυνον τ. σιδάρῳ E.Heracl. 758
(lyr.);λόγῳ τὰ διάφορα τεμεῖν Lib.Or.18.164
; τὰς δίκας τ. Cod.Just.3.1.12, cf. 2.12.27.2, al.------------------------------------
См. также в других словарях:
νομέας — (I) ο (Α νομεύς, έως και μτγν τ. νομέας, ου, επικ. γεν. νομῆος) ποιμένας, βοσκός νεοελλ. 1. (νομ.) το υποκείμενο τής νομής, εκείνος που ασκεί φυσική εξουσία επί πράγματος «διανοίᾳ κυρίου», δηλαδή θέλοντας να έχει το πράγμα δικό του 2. συν. στον… … Dictionary of Greek
νομέας — νομέᾱς , νομέης masc acc pl νομέᾱς , νομέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) νομέᾱς , νομεύς herdsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ … Dictionary of Greek
αντικατάλλαγμα — το (AM ἀντικατάλλαγμα) νεοελλ. κάθε τι που απέκτησε ο νομέας της κληρονομιάς με εκποίηση αρχικού αντικειμένου της κληρονομιάς, το οποίο και αντικαθιστά αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντάλλαγμα … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
νομεύς — νομεύς, έως, ιων. γεν. ῆος, ὁ (Α) βλ. νομέας (Ι) … Dictionary of Greek
πόστα — η, Ν 1. το ταχυδρομείο 2. τρένο αργό, με πολλές στάσεις και παράδοση ταχυδρομικών δεμάτων σε πολλούς σταθμούς 3. ομάδα εργατών που αλλάζει βάρδια με άλλη ομάδα 4. το ποσόν που καταθέτει ο παίκτης σε κάθε παρτίδα χαρτιών 5. ναυτ. ο νομέας 6. φρ.… … Dictionary of Greek
στραβόξυλο — το, Ν 1. ξύλο που δεν είναι ίσιο 2. κοινή ονομασία ξύλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τού σκελετού πλοίου, ο νομέας 3. μτφ. άνθρωπος δύστροπος, πεισματάρης, ανάποδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + ξύλο] … Dictionary of Greek