-
1 νόος
Grammatical information: m.Meaning: `mind, sense, intellect, reason, purpose' (Il.).Compounds: Very often as 2. member, e.g. εὔ-νοος, - νους `wellminded' with εὑνο-έω, - ίη, - ιᾰ etc. (IA.); also as 1. member, a.o. in the compounds νου-θετ-έω `put in mind, admonish' (after νομοθετ-έω: νομο-θέ-της: νόμον θεῖναι a.o.) with νουθέ-τησις, - τημα, - σία, - τεία a.o. (IA.); νουν-εχ-ής `prudent', adv. νουνεχ-ῶς, - όντως (: νοῦν ἔχει, ἔχων, Schwyzer 452).Derivatives: Nouns: 1. νοερός `mindful, intellectual' (Heraclit., Arist.); 2. νοήρης `prudent, capable' (Herod., H.); 3. νοότης, - ητος f. `intellectuality' (Procl.); 4. νόαρ n. `illusion, phantom' (Theognost.; archaising innovation). -- Verbs: A. νοέω, aor. νοῆσαι (contr. νῶσαι) etc., very often with prefix (partly hypostasis with νοῦς) in diff. meanings, e.g. δια-, ἐν-, ἐπι-, προ-, μετα-, συν-, `meditate, observe, think, devise, have in mind' (Il.); from this 1. νόη-μα n. `thought, intelligence, decision' (Il.) with - μάτιον (Arr.), - ματικός (sp.). - μων `thoughtful, prudent' (Od., Hdt.); 2. νόη-σις ( νῶσις) f. `oberving, understand, thinking', also διανόη-σις etc. (IA.); 3. προ-, δια-νοία, - νοιᾰ f. etc. `care' resp. `meditating, thought, intention' (IA.); 4. νοη-τικός ( προ- u.a.) `mindful' (Pl.); 5. προ-, δια-, ἐπι-, ὑπο-νοητής m. `director' etc. (late). -- B. νόομαι `be changed into νόος' (Plot. u.a.). --Lit. on νοῦς etc: Schottländer Herm. 64, 228ff., Marg Charakter 44 ff. (use in Hom.), Kurt v. Fritz ClassPhil. 38, 79ff. (in Hom.), 40, 223ff., 41, 12ff. (with the Presocratics); also McKenzie Class Quart. 17, 195 f. and Magmen REGr. 40, 117ff. (both doubted by Kretschmer Glotta 14, 229 resp. by Wahrmann ibd. 19, 214 f. resp. rejected); Porzig Satzinhalte 185 ff. ( νοῦς and νόημα in the Epos).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No doubt an old inherited verbal noun (cf. λόγος, φόρος a.o.), though there is no certain connection. The old connection with Germ., e.g. Goth. snutrs `wise, prudent' (L. Meyer KZ 5, 368), which is possible, is taken up again by Schwyzer Festschr. Kretschmer 247 ff. and further worked out assuming a basic meaning `sense of detection' of supp. * snu- `browse', which would also be found in νυός, Lat. nurus `daughter-in-law' and nūbō `marry' (referring to the browse-kiss (sniffer-?), a form of the kiss of relatives), an hypothesis, which goes far beyond what can be proven. -- Diff., not preferable, Prellwitz s.v.: to νεύω as "nod thoughtfully", to which acc. to Brugmann IF 19, 213 f., 30, 371 ff. also πινυτός `prudent' (but see s.v.) and Cret. νύναμαι = δύναμαι (s.v.). To be rejected Kieckers IF 23, 362ff. (to νέω `swim'), McKenzie (s. above; = Skt. náya- m. `guidance' from náyati `lead'); s. also W.-Hofmann s. sentiō.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νόος
-
2 ὅρος
Grammatical information: m.Meaning: `border, boundary mark (pole, column, stone), term, limit, mark, appointment, definition' (Att. Cf. Koller Glotta 38, 70ff.).Compounds: Sometimes as 1. member, e.g. ὁρο-θεσία f. `the fixing of boundaries' (hell. inscr., Act. Ap., pap.), as νομο-θεσία a.o., formal from ὁρο-θέ-της (gloss.), comp. of ὅρον θεῖναι with τη-suffix; often as 2. member, e.g. δί-ωρος `with two boundary stones' (Arc. IVa), ἀμφ-ούρ-ιον n. `toll, paid by the seller to the owner of the neighbouring estate as a fixation of the sale' (pap. IIIa, Rhod. inscr. IIa), ἀμφουριασμός m. (*ἀμφουρι-άζω); s. Wilhelm Glotta 14, 68ff., 83, Preisigke Wb. s.v.; zu εὑθυωρία s. v.Derivatives: 1. ὅρία n. pl. (rarely sg.) `borderline, border areas etc.' (Hp., Att., Arc.); 2. ὁρία f. `border' (Att. inscr.); 3. ὅριος `belonging to the border' ( Ζεὺς ὅρ., Pl., D.) = Lat. Terminus (D.H., Plu.); 4. ὁρικός `belonging to definition' (Arist.); 5. ὁρ-αία τεκτονική = gruma, - ιαῖος λίθος (gloss.); 6. ὁρίζω, aor. - ίσαι (Ion. οὑρ-), often w. prefix, e.g. δι- ( ἐπι-δι- etc.), ἀφ-, περι-, προσ-, `to border, to demarcate, to separate, to determine, to define' (IA.) with ( ἀφ-, περι-, δι-)ὅρισμα ( οὔρ-) `limitation, border' (Hdt., E.), ( ἀφ-, περι- etc.) ὁρισμός `limitation, determination etc.' (Att.), ( δι-)ὅρισις (Pl., Arist.), ὁρισ-τής m. `landmarker' (Att., Tab. Heracl.), - τικός `belonging to limitation or determination, limiting, defining' (Arist.). -- 7. ὀρεύς s. v.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [?] *(u̯)eru̯-?Etymology: Not certainly explained. -- An orig. (h) όρϜος (= Corc.) can stand for still older *ϜόρϜος (Schwyzer 306 a. 226 f.) and can be connected wih Lat. urvāre ( amb-) `surround with a (boundary)furrow' (Fest. from Enn., Dig.) as a cognate; the basic noun urvus `circuitus civitatis' (gloss.; transm. urus) can agree except for he ablaut (IE *u̯r̥u̯os against *u̯oru̯os). Here also Osc. uruvú from PItal. * urvā, if with Schulze ZGLE 549 n. 1 a.o. `boundaryfurrow, border' (cf. Vetter Hb. d. ital. Dial. 1, 442). Further connection wih ἐρύω `draw' (s.v.) is then possible. -- Also an alternative basis *ὄρϜος (w. second. asper) can be combined with Lat. urvus (then from *r̥u̯os; to ὀρύ-σσω?, s.v.). -- WP. 1, 293 a. 2, 352 f., W.-Hofmann s. urvus w. further lit. S. also οὑροί and 2. οὖρον.Page in Frisk: 2,425-426Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅρος
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Αικατερίνης, Σπήλαιο της αγίας- — Σπήλαιο στον νομό Λακωνίας. Βρίσκεται ανατολικά της Νεάπολης Βοιών, σε ύψος περίπου 300 μ. κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης. Στο σπήλαιο υπάρχουν σταλακτίτες … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek