Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νησ-ίς

См. также в других словарях:

  • νήσις — (I) νῆσις, ἡ (ΑΜ) το γνέσιμο, το κλώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ τού νήθω (πρβλ. αορ. ἔ νησ α) + κατάλ. ις]. (II) νῆσις και νήησις, ἡ (Α) [νηέω] επισώρευση …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • Donoussa — Gemeinde Donousa Κοινότητα Δονούσης (Δονούσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Donoússa — Gemeinde Donousa Κοινότητα Δονούσης (Δονούσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • ηρακλεώτης — ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α) ο κάτοικος τής Ηράκλειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. ωτης (πρβλ. επαρχι ώτης, νησ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • καμπίδα — καμπίδα, ἡ (Μ) μικρός κάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος + υποκορ. κατάλ. ίδα, πρβλ. θυρ ίδα, νησ ίδα] …   Dictionary of Greek

  • καραβιώτης — ο αυτός που εργάζεται σε καράβι, ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. ώτης (πρβλ. δεσμ ώτης, νησ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • καρφίδα — η 1. η καρφίτσα* 2. φρ. «καρφίδα ασφαλείας» ή «καρφίδα ασφαλιστική» είδος καρφίτσας τής οποίας η αιχμή εισέρχεται σε ειδική κοιλότητα ώστε να είναι ακίνδυνη, η παραμάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίς < κάρφος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, απ όπου ίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»