-
1 νηπιαχευω
См. также в других словарях:
νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] … Dictionary of Greek
νηπιαχεύων — νηπιαχεύω to be childish pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιάχω — (Α) νηπιαχεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιος» κατά τα ιάχω, στενάχω] … Dictionary of Greek
νηπιεύομαι — (Α) [νήπιος] νηπιαχεύω* … Dictionary of Greek