Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νηπιᾰχεύω

См. также в других словарях:

  • νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] …   Dictionary of Greek

  • νηπιαχεύων — νηπιαχεύω to be childish pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιάχω — (Α) νηπιαχεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιος» κατά τα ιάχω, στενάχω] …   Dictionary of Greek

  • νηπιεύομαι — (Α) [νήπιος] νηπιαχεύω* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»