-
1 νηπιαχεύω
νηπιαχεύω, kindisch sein, Kinderspiele treiben, Il. 22, 502.
-
2 νηπιαχεύω
νηπιαχεύω, kindisch sein, Kinderspiele treiben -
3 νηπιεύομαι
νηπιεύομαι, = νηπιαχεύω, VLL.
-
4 νηπιάχω
-
5 νηπιάζω
νηπιάζω, = νηπιαχεύω, Hippocr., Hesych. erkl. νηπιάζεται durch μωραίνεται.
См. также в других словарях:
νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] … Dictionary of Greek
νηπιαχεύων — νηπιαχεύω to be childish pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιάχω — (Α) νηπιαχεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιος» κατά τα ιάχω, στενάχω] … Dictionary of Greek
νηπιεύομαι — (Α) [νήπιος] νηπιαχεύω* … Dictionary of Greek