-
1 νευρινος
31) волокнистый(περικαλύμματα φυτῶν Plat.)
2) сухожильный(χορδή Arst.)
3) сделанный из сухожилий(βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.)
-
2 νεύρινος
νεύρινος, aus Sehnen gemacht; Arist. gen. an. 5, 7; βρόχοι, Luc. Ocyp. 3; – od. aus Pflanzenfasern, τὰ μὲν νεύρινα περικαλύμματα φυτῶν ἐκ γῆς, Plat. Polit. 279 e.
-
3 νεύρινος
νεύρινος, aus Sehnen gemacht, od. aus Pflanzenfasern -
4 νεύρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεύρινος
-
5 νεύρινον
νεύρινοςmade of sinew: masc acc sgνεύρινοςmade of sinew: neut nom /voc /acc sg -
6 νευρίνην
νεύρινοςmade of sinew: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 νευρίνοις
νεύρινοςmade of sinew: masc /neut dat pl -
8 νευρίνοισι
νεύρινοςmade of sinew: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 νεύρινα
νεύρινοςmade of sinew: neut nom /voc /acc pl -
10 νευρίνας
νευρίνᾱς, νεύρινοςmade of sinew: fem acc plνευρίνᾱς, νεύρινοςmade of sinew: fem gen sg (doric aeolic) -
11 νευρίνη
-
12 νευρίνῃ
-
13 νευρίνω
-
14 νευρίνῳ
См. также в других словарях:
νεύρινος — νεύρινος, ίνη, ον (Α) [νεύρον] 1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.) 2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες … Dictionary of Greek
νεύρινον — νεύρινος made of sinew masc acc sg νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνην — νεύρινος made of sinew fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνοις — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνοισι — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνῃ — νεύρινος made of sinew fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνῳ — νεύρινος made of sinew masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρινα — νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνας — νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem acc pl νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek