-
1 νεόδμητος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόδμητος
См. также в других словарях:
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
θειόδμητος — θειόδμητος, ον (Α) ποιητ. τ. τού θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω», πρβλ. νεό δμητος, χρυσό δμητος] … Dictionary of Greek
υψίδμητος — ον, Α ὑψίδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δμητος (< θ. δμη τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό δμητος (Ι)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… … Dictionary of Greek