-
1 νεοποκος
См. также в других словарях:
χρυσόποκος — ον, ΜΑ χρυσόμαλλος («χρυσόποκος κριός», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί προβάτου» (πρβλ. νεό ποκος)] … Dictionary of Greek
1 νεοποκος
χρυσόποκος — ον, ΜΑ χρυσόμαλλος («χρυσόποκος κριός», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί προβάτου» (πρβλ. νεό ποκος)] … Dictionary of Greek