-
1 νεοποκος
См. также в других словарях:
νεόποκος — νεόποκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ ποκος, εύ ποκος] … Dictionary of Greek
νεοπόκῳ — νεόποκος newly shorn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)