-
1 νεφ-ώδης
-
2 στεφανόω
στεφανόω, ion. στεφανεῠμαι statt στεφανοῠμαι, Her. 8, 59, eigtl. umzingeln, umgeben, als Rand umschließen; αἰγίδα, ἣν πέρι μὲν πάντη φόβος ἐστεφάνωται, rings um die Acgis ist Schrecken als Einfassung angebracht, Il. 5, 739, vgl. τῇ δ' ἐπ ὶ μὲν Γοργὼ ἐστεφάνωτο, 11, 36; ἀμφὶ δέ μιν ϑυόεν νέφ ος ἐστεφάνωτο, rings um ihn war eine Wolke als Umhüllung gelagert, 15, 153; περὶ νῆσον πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται, Od. 10, 195; selten c. acc., τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Iliad. 18, 485, ἄστρα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Gestirne, mit denen der Himmel umkränzt ist, Hes. Th. 382, ἀμ φὶ δ' ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο, H. h. Ven. 120; περὶ δ' ὄλβος ἐστεφάνωτο, Hes. Sc. 204; sp. D.: πέριξ δέ μιν ἐστεφάνωντο δράκοντες, Ap. Rh. 5, 121; πάντα δ' ἄρ' ἐστεφάνωτο βαϑὺς ῥόος Ὠκεανοῖο, Qu. Sm. 5, 99. – Gew. bekränzen, bes. mit dem Sieges- od. Ehrenkranze schmücken, mit einem Kranze belohnen; χαίταν, Pind. Ol. 14, 24; πάτραν, N. 11, 21; στεφανοῠν κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν, Eur. Bacch. 177, u. öfter; auch τύμβον στεφανοῠν αἵματι, Hec. 128; στεφάνῳ χρυσῷ στεφανοῠν, Ar. Av. 1274; ῥόδοις, Equ. 961; δάφνῃ, Pax 1009, u. öfter; auch στεφανοῠν χρηστοῖς ἤϑεσι, Nubb. 946; auch εἶτ' ἐστεφάνουν μ' εὐαγγέλια, Equitt. 645, sie bekränzten mich für die gute Botschaft; Her. 7, 55; οἱ μὲν ἐστεφ ανώσαντο, zum Opfer, Thuc. 4, 81; vgl. Xen. An. 7, 1, 40; Cyr. 3, 3, 34 u. sonst; στεφανῶσαι ϑαλλῷ, Plat. Legg. XII, 946 b u. öfter; auch ϑαλλοῠ, Aesch. 2, 46, wo mehrere mss. στεφάνῳ hinzusetzen (s. στέφανος); Xen. στεφανωσάμενος ἐλάμβανε τὰ ὅπλα, An. 4, 3, 17, denn die Lacedämonier kränzten sich vor der Schlacht, vgl. Hell. 4, 2, 12 Lac. 13, 8; Plut. Luc. 22; ἄρχων ἐστεφανωμένος, Dem. 21, 17, vgl. στεφανηφόρος. – Uebh. schmücken, zieren, τινά τινι, Jac. Philostr. imagg. p. 294.
-
3 ἀν-
ἀν-, Praefixum, latein. in-, deutsch un-, vgl. ἀνά u. ἄνευ, hebt den Begriff des Wortes, vor welches es gesetzt wird, auf, od. schwächt ihn so, daß ein Tadel darin liegt, wie ἀπρόσωπος, mit häßlichem Gesicht. Vollständig vor Wörtern, die mit einem Vokal anfangen, wie ἀν-αίτιος, αν-εύϑυνος, ἀν-ήνιος, ἀν-ίερος, ἀν-όμοιος, ἄν-υλος, ἀν-ώδυνος, un schuldig, un verantwortlich, zügel los, un heilig, un ähnlich, wald los, schmerzlos. Vor Consonanten fällt ν fort, z. B. ἀ-ϑάνατος. unsterblich; dahin gehören auch die Wörter, welche das Digamma oder irgend einen anderen später abgefallenen consonantischen Anlaut hatten; vgl. z. B. ἄιστος, ἄοινος; weil aber mehrere consonantische Anlaute, zu denen auch das Digamma gehört, nach Belieben bald gesprochen wurden, bald nicht, so findet sich z. B. neben ἄοπλος auch ἄνοπλος, neben ἄουτος ἀνούτατος, u. mehrere Wörter wurden sogar contrahirt, ἀέκων ἄκων, ἀεργός ἀργός, ἀεικία αἰκία, Ἀίδης Αιδης. In ἀμφασίη erscheint ἀν- vor einem Consonanten, des Wohllauts u. des Metrums halber; in ἀννέφελος ist das ν von νεφ- des Metrums halber verdoppelt. In einigen Formen lautet das Präfixum ἀνα, Iliad. 9, 146. 288. 13, 366 ἀνάεδνον, Hesiod. Th. 660 ἀνάελπτα; man will ἀνέεδνον u. ἀνέελπτα ändern, allein nach Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 366 las Aristarch ἀνάεδνον, woraus wenigstens folgt, daß dies die am besten verbürgte, wenn nicht die einzige in Frage kommende Lesart war; ἀνάπνευστος = ἄπνευστος Hesiod. Th. 797 ist zweifelhaft, u. bei ἀνάγνωστος = ἄγνωστος kann ein Mißverständniß obwalten. – Vgl. Buttmann Lexil. 1, 274 Lobeck Phryn. 728.
-
4 στεφανόω
στεφανόω, eigtl. umzingeln, umgeben, als Rand umschließen; αἰγίδα, ἣν πέρι μὲν πάντη φόβος ἐστεφάνωται, rings um die Aegis ist Schrecken als Einfassung angebracht; ἀμφὶ δέ μιν ϑυόεν νέφ ος ἐστεφάνωτο, rings um ihn war eine Wolke als Umhüllung gelagert; ἄστρα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Gestirne, mit denen der Himmel umkränzt ist. Gew. bekränzen, bes. mit dem Sieges- od. Ehrenkranze schmücken, mit einem Kranze belohnen; auch εἶτ' ἐστεφάνουν μ' εὐαγγέλια, sie bekränzten mich für die gute Botschaft; στεφανωσάμενος ἐλάμβανε τὰ ὅπλα, denn die Lacedämonier kränzten sich vor der Schlacht. Übh. schmücken, zieren
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
Σινιάκ, Πωλ — (Signac). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1863 1935). Θαυμαστής των εμπρεσιονιστών, στην αρχή επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το Μονέ. Το 1884 ίδρυσε, μαζί με τον Ανρί Εντμόν Κρος κ.ά., την Εταιρεία των Ανεξάρτητων (της οποίας έγινε πρόεδρος το 1908), όπου… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek