Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νεφέλ-η

См. также в других словарях:

  • Nebel, der — Der Nêbel, des s, plur. ut nom. sing. eine Menge wässeriger, durch die Kälte verdickter Dünste in der untern Luft, welche dieselbe undurchsichtig machen, und in der Ferne eine Wolke heißen. Es entstehet ein Nebel. Im Frühlinge pflegen zuweilen… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ARISTO — I. ARISTO Alexandrinus, Philosophus Peripateticus, qui de Nilo scripsit. Eius meminit Strab. l. ult. Α᾿ρκέσει (inquit) δύο μηνύσαι τοὺς ποιήσαντας καθ᾿ ἡμᾶς τὸ περὶ τοῦ Νείλου βιβλίον, Ε῎υδωρόν τε καὶ Α᾿ρίςτωνα, τὸν εν τῶ περιπάτων. Addit deinde …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ικτεριώδης — ἰκτεριώδης, ες (Α) ικτερικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση τού ἰκτεριώ + κατάλ. ώδης (πρβλ. νεφελ ώδης, ογκ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… …   Dictionary of Greek

  • πετρηδόν — Α επίρρ. όπως οι πέτρες («ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδὸν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. λ < πέτρα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. νεφελ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • πολυηγερέες — oἱ, Α αυτοί που έχουν μεγάλη φήμη, τηλεκλητοί*, ξακουστοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θ. ἀγερ τού ἀγείρω (πρβλ. νεφελ ηγερ έτης), με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • στεροπηγερέτα — ὁ, Α (επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»