Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νεφελ-ηγερέτα

См. также в других словарях:

  • στεροπηγερέτα — ὁ, Α (επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»