-
1 νευρό-σπαστος
νευρό-σπαστος, durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2, 48, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. Conv. 4, 55, Marionetten- u. vielleicht übh. Taschenspielerkünste, vgl. c. 2, wo ϑαύματα entspricht, Luc. Dea Syr. 16, u. oben νευρόσπασμα.
-
2 νευρόσπαστος
νευρό-σπαστος, durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Marionetten- u. vielleicht übh. Taschenspielerkünste
См. также в других словарях:
ισόσπαστος — ἰσόσπαστος καί σόσπαστος, ον (Μ) εντελώς σπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σπαστος (< σπάζω), πρβλ. νευρό σπαστος, πολύ σπαστος] … Dictionary of Greek
λυκόσπαστος — λυκόσπαστος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
καρδιόσπαστος — καρδιόσπαστος, η, ον (Μ) αυτός που σπάζει την καρδιά, που συγκλονίζει («ἔρωτα καρδιόσπαστον πάντες τὸν ὀνομάζουν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σπαστoς (< σπάζω), πρβλ. κυνό σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek