-
1 νεο-θήξ
νεο-θήξ, ῆγος, = νεοϑηγής; σίδηρος, Andronic. ep. (VII, 181); νεοϑᾶγι σιδήρῳ, Sapph. 3 (VII, 489).
-
2 νεοθήξ
A = νεοθηγής, σίδαρος Sapph.119, AP7.181 (Andronic.), cf. Archestr.Fr.31. -
3 νεοθηξ
См. также в других словарях:
φιλοθήξ — θῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που συχνά ακονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεο θήξ] … Dictionary of Greek