-
1 νεοκαταστατος
-
2 νεοκατάστατος
νεοκατάστατοςnewly settled: masc /fem nom sg -
3 νεοκατάστατος
νεο-κατάστᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοκατάστατος
-
4 νεοκατάστατος
νεο-κατά-στατος, neuerdings, eben erst eingesetzt, eingerichtet; ἄνϑρωποι, neue Ansiedler -
5 νεοκατάστατον
νεοκατάστατοςnewly settled: masc /fem acc sgνεοκατάστατοςnewly settled: neut nom /voc /acc sg -
6 νεοκαταστάτοις
νεοκατάστατοςnewly settled: masc /fem /neut dat pl -
7 νεοκαταστάτους
νεοκατάστατοςnewly settled: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
νεοκατάστατος — νεοκατάστατος, ον (Α) 1. αυτός που εγκαταστάθηκε πρόσφατα κάπου («διὰ παντὸς ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», Θουκ.) 2. αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθίσταμαι] … Dictionary of Greek
νεοκατάστατος — newly settled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατάστατον — νεοκατάστατος newly settled masc/fem acc sg νεοκατάστατος newly settled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκαταστάτοις — νεοκατάστατος newly settled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκαταστάτους — νεοκατάστατος newly settled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)