Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νεβριζω

См. также в других словарях:

  • νεβρίζω — (Α) [νεβρίς] 1. φορώ δέρμα νεβρού κατά την εορτή τού Βάκχου, τού Διονύσου 2. (κατ επέκτ.) εορτάζω τα Διονύσια 3. περιβάλλω με δέρμα νεβρού τους εορτάζοντες 4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «ἐπὶ τοῡ νεβροὺς διασπᾱν κατά τινα ἄρρητον λόγον» …   Dictionary of Greek

  • νεβρίζειν — νεβρίζω wear a fawnskin at the feast of Dionysus pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρίζων — νεβρίζω wear a fawnskin at the feast of Dionysus pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρισμός — νεβρισμός, ὁ (Α) [νεβρίζω] το να φορά κάποιος νεβρίδα κατά τις τελετές τού Βάκχου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»