-
1 ναυτης
дор. ναύτας - ου ὅ1) мореплаватель, мореход2) моряк, гребец, матрос(οἱ κυβερνῆται καὴ ναῦται Plat.)
3) спутникναύτην ἄγειν τινά Soph. — увозить кого-л. с собою (на корабле)
-
2 ναύτης
ὁ ναύτης, ου моряк (ср. лат. nauta; → космонавт; Наутилус) -
3 ναῦτης
{сущ., 3}моряк, матрос, корабельщик, мореплаватель, мореход.Ссылки: Деян. 27:27, 30; Откр. 18:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ναῦτης
-
4 ναύτης
{сущ., 3}моряк, матрос, корабельщик, мореплаватель, мореход.Ссылки: Деян. 27:27, 30; Откр. 18:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ναύτης
-
5 ναύτης
ο матрос; моряк -
6 ναῦτης
моряк, матрос, корабельщик, мореплаватель, мореход.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ναῦτης
-
7 ναύτης
-
8 ναύτης
[нафтис]ουσ α моряк, матрос. -
9 ναυτας
-
10 ακωπος
-
11 Αργοναυτης
-
12 αρωγοναυτης
-
13 εντελομισθος
-
14 θαλασσοπορος
-
15 θερμος
I.3, эп. тж. 21) теплый(λοετρά Hom.)
2) горячий, жгучий(δάκρυα Hom.; πῦρ, δακρύων νάματα Soph.; αἷμα Soph., Plut.; ἱδρῶτες Arst.)
3) горячий, кипящий(ὕδωρ Hom.)
4) раскаленный(μοχλός Hom.)
5) жаркий, знойный(γύαλον πέτρας Soph.; τόποι Plut.)
6) палящий(καύματα Her.)
7) пылкий, страстный, пламенный(καρδία Soph.; πόθος Anth.; τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων θερμότερα Arst.)
8) разнузданный, распутный(γυναῖκες Arph.)
9) разгоряченный(ὑπὸ τῶν ἐπαίνων Plut.)
10) дерзновенный, безрассудный(ναύτης Aesch.; ἔργον Plut.)
11) мучительный, трудный, тяжелый12) недавний, свежий(κακά Plut.; ἔγκλημα Luc.; ἴχνη Anth.)
II.ὁ бот. лупин, волчий боб ( считался отрезвляющим средством) Anth. -
16 καρυοναυτης
-
17 λιποναυτης
-
18 πολυναυτης
-
19 ποντοναυτης
-
20 στρογγυλοναυτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναύτης — seaman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
ναύτης — ο 1. μέλος του πληρώματος πλοίου. 2. απλός ναύτης χωρίς βαθμό, αλλ. εργάτης της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦτα — ναύτης seaman masc voc sg ναύτης seaman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτᾶν — ναύτης seaman masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτέων — ναύτης seaman masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτῶν — ναύτης seaman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναῦται — ναύτης seaman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταις — ναύτης seaman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισι — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισιν — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)