-
1 καυμα
1) жар, зной Hom. etc.κ. ἔθαλπε Soph. — было знойно;
ἡλίου καύματα Soph. и ἥλιος καὴ κ. NT. — солнечный зной;τὰ πρὸς χειμῶνας καὴ καύματα ἀλεξητήρια Plat. — средства защиты от холода и зноя2) сильный мороз Luc.3) мед. высокая температура, жар(τὸ ἐντὸς κ. Thuc.; τὸ διὰ νόσον κ. Arst.)
4) перен. любовный пыл(τὸ κ. ἀρσενικόν Anth.)
5) ожог(τὰ διὰ χαλκοῦ καύματα Arst.)
-
2 ηλιος
эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὅ1) солнцеἡλίου κύκλος Trag., Arst. — солнечный диск;
ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. — солнечный зной;ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. — солнце взошло;ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. — с восходом солнца;ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца;δύσετο ἠέλιος Hom. — солнце зашло;ἀφ΄ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. — от восхода солнца до (его) заката;ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. — быть освещенным солнцем;μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. — незадолго до захода солнца;περὴ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. — во время солнечного затмения;ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;ὑπ΄ ἠελίῳ Hom., ὑφ΄ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. — под солнцем, т.е. на земле, на свете;οὐκέτ΄ εἶναι ὑφ΄ ἁλίῳ Eur. — не быть больше в живых2) место восхода солнца, востокπρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὴ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὴ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. — к востоку, на восток;
οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. — восточные эфиопы3) дневной путь солнца, т.е. деньφῶς ἓν ἡλίου Eur. — свет одного дня, т.е. всего лишь один день;
ἁλίῳ ἀμφ΄ ἑνί Pind. — в течение одного лишь дня;ἡλίους δέκα Luc. — десять дней4) солнечная жара, знойὁ ἥ. πολύς Luc. — сильная жара;
οἱ ἥλιοι καὴ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc. — зной и духота мучили (пленников)5) солнечный свет(ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.)
6) светлое настроение, ясность(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
3 θερμος
I.3, эп. тж. 21) теплый(λοετρά Hom.)
2) горячий, жгучий(δάκρυα Hom.; πῦρ, δακρύων νάματα Soph.; αἷμα Soph., Plut.; ἱδρῶτες Arst.)
3) горячий, кипящий(ὕδωρ Hom.)
4) раскаленный(μοχλός Hom.)
5) жаркий, знойный(γύαλον πέτρας Soph.; τόποι Plut.)
6) палящий(καύματα Her.)
7) пылкий, страстный, пламенный(καρδία Soph.; πόθος Anth.; τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων θερμότερα Arst.)
8) разнузданный, распутный(γυναῖκες Arph.)
9) разгоряченный(ὑπὸ τῶν ἐπαίνων Plut.)
10) дерзновенный, безрассудный(ναύτης Aesch.; ἔργον Plut.)
11) мучительный, трудный, тяжелый12) недавний, свежий(κακά Plut.; ἔγκλημα Luc.; ἴχνη Anth.)
II.ὁ бот. лупин, волчий боб ( считался отрезвляющим средством) Anth. -
4 καύμα
τό1) невыносимая жара; κυνικά καύματα жаркие дни (чаще об июльской жаре); 2) ожог
См. также в других словарях:
καύματα — καύ̱ματα , καῦμα burning heat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ … Dictionary of Greek
κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek