-
1 ναυαγέω
Aνεναυάγηκα Hdt.7.236
(-ηγ-), Eub.76: ([etym.] ναῦς, ἄγνυμι):— suffer shipwreck, Hdt. l. c., X.Cyr.3.1.24, D.34.10, etc.: metaph., of chariots, Id.61.29; of an earthen vessel, A.Fr. 180; of persons,ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Thphr.
ap. D.L.5.55, cf. Phld.Vit. p.33 J.;ἐν τῷ βίῳ Ceb.24.2
;περὶ τὴν πίστιν 1 Ep.Ti.1.19
;χὡ μὲν ἐναυάγει γαίης ἔπι AP5.208
(Posidipp. or Asclep.); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαγέω
-
2 ναυαγησμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαγησμός
-
3 ναυαγία
A shipwreck, Hdt.7.190, 192, al., E.Hel. 1070, etc.; ναυαγίᾳ χρῆσθαι, περιπίπτειν, Luc.VH2.35, Tox. 2: in pl., Pi.I.1.36 (s. v. l.);ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις Ar.Th. 873
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαγία
-
4 ναυάγιον
A piece of wreckage, Men.536.9, Arist.Pr. 932a1: mostly in pl., A.Pers. 420, Hdt.7.191, 8.12, al., Lys.2.38, Th.1.50, etc.; πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, i. e. is shivered into a thousand pieces, E.Hel. 410: metaph., ν. ἱππικά wreck of an overturned chariot, S.El. 730, 1444; ἀνδρῶν δαιτυμόνων ν. the wreck of a feast, Choeril.9;τὰ ν. τῆς πόλεως Demad.
ap. Plu.2.803a; ν. οἴκων ib. 517f.II later, = ναυαγία, ναυαγίῳ περιπεσεῖν Str.4.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυάγιον
-
5 ναυαγός
A shipwrecked, Hdt.4.103, E.Hel. 408, Philem.213.3; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι pick up shipwrecked men, X.HG1.7.4; ν. τάφος, i. e. a watery grave, AP7.76 (Diosc.); ν. μόρος ib.9.84 (Antiphan.).2 [voice] Act., causing shipwreck, ἄνεμοι ib. 105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαγός
-
6 ναυηγ-
ион. = ναυαγ- -
7 ναυηγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυηγέω
См. также в других словарях:
οδαξησμός — ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός) νεοελλ. ιατρ. ερεθισμός τού δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή τής λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη αρχ. κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι… … Dictionary of Greek
πατησμός — ὁ, Α 1. η πράξη τού πατῶ, η καταπάτηση με τα πόδια, το πάτημα κάποιου πράγματος 2. το αλώνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατησ τού αορ. τού πατῶ + κατάλ. μός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κροτ ησμός, λοιδορ ησμός, ναυαγ… … Dictionary of Greek
σκαριφησμός — ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο νεοελλ. ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων … Dictionary of Greek
υστερησμός — ὁ, Μ καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστερῶ + κατάλ. η σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγ ησμός: ναυαγῶ, νουθετ ησμός: νουθετῶ] … Dictionary of Greek