-
1 ναυαρχος
ὅ1) наварх, командующий флотом (преимущественно у спартанцев, у афинян чаще - στρατηγός) Her., Aesch., Soph., Thuc., Xen.2) командир корабля Dem., Polyb. -
2 ναύαρχος
ναύαρχοςcommander of a fleet: masc nom sg -
3 ναύαρχος
ο1) адмирал; 2) командующий флотом -
4 ναύαρχος
[навархос] ουσ. а. адмирал.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναύαρχος
-
5 ναύαρχος
[навархос] ουσ α адмирал. -
6 ναύαρχος
ναύαρχ-ος, ὁ,A commander of a fleet, admiral, A.Pers. 363, Hdt.7.59, 8.42, Eub.67.11, IG12(3).103.12 (pl., Nisyros);οὔτε στρατηγοὺς οὔτε ν. S.Aj. 1232
; esp. the Spartan admiral-in-chief, Th.4.11, 8.6,20,23, X.An. 1.4.2, etc.; used of an inferior naval officer, Decr. ap. D.18.73; nauarchorum coetus circiter provincias Orientis, Cod.Just.11.2.4.II as Adj.,ἐπὶ ναυάρχῳ σώματι.. τῷ βασιλείῳ A.Ch. 723
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύαρχος
-
7 ναύαρχος
ναύ-αρχος, ὁ, Schiffsbefehlshaber, Flottenführer, Admiral -
8 ναύαρχος
адмиралГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ναύαρχος
-
9 ναύαρχος
amiral -
10 ναύαρχος
admirał (m) rzecz. -
11 ναύαρχος
admirál -
12 ναύαρχος
admiralΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ναύαρχος
-
13 amiral
ναύαρχος! -
14 amiral
ναύαρχος -
15 admirál
ναύαρχος -
16 admiral
ναύαρχος -
17 admirał
ναύαρχος -
18 ναυάρχοις
ναύαρχοςcommander of a fleet: masc dat pl -
19 ναυάρχου
ναύαρχοςcommander of a fleet: masc gen sgναυάρχηςmasc gen sg -
20 ναυάρχους
ναύαρχοςcommander of a fleet: masc acc pl
См. также в других словарях:
ναύαρχος — commander of a fleet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύαρχος — ο (ΑΜ ναύαρχος, Μ και ναυάρχος) ο διοικητής τού στόλου νεοελλ. 1. βαθμός ανώτατου μάχιμου αξιωματικού τού Πολεμικού Ναυτικού που φέρει μόνον ο αρχηγός τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης εφ όσον προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό 2. ο… … Dictionary of Greek
ναύαρχος — ο 1. αρχηγός στόλου. 2. ανώτατος στο βαθμό αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σωτηριάδης, Ιωάννης — Ναύαρχος, ο πρώτος επιστημονικά μορφωμένος αξιωματικός του ελληνικού στόλου. Η χρονολογία της γέννησης του δεν έχει εξακριβωθεί, πέθανε όμως το 1874. Πήρε μέρος, παιδί ακόμα, στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Αργότερα πήγε στην Αγγλία, όπου σπούδασε… … Dictionary of Greek
Наварх — (ναύαρχος) предводитель флота и вместе с тем главнокомандующий боевых сил у спартанцев; должность позднего происхождения (с 480 г.). Значение ее было весьма велико: нередко народная партия противопоставляла Н. законным царям. Для контроля над Н.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ουλιάδης — Ναύαρχος των Σαμίων, τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Μετά τη μάχη των Πλαταιών προσκάλεσε τον ελληνικό στόλο να συμπολεμήσει μαζί του στη Μυκάλη. Το 476 π.Χ., συμπολεμώντας με τον Παυσανία στο Βυζάντιο, τόσο χολώθηκε από τον αυταρχικό χαρακτήρα του… … Dictionary of Greek
ναυάρχοις — ναύαρχος commander of a fleet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχου — ναύαρχος commander of a fleet masc gen sg ναυάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχους — ναύαρχος commander of a fleet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχων — ναύαρχος commander of a fleet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχῳ — ναύαρχος commander of a fleet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)