Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ναυτιλίῃ

См. также в других словарях:

  • ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλίῃ — ναυτιλία sailing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλία — η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) [ναυτίλος] το επάγγελμα και το έργο τού ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα νεοελλ. 1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη τού ναυτικού 2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»