-
1 ναυτιλίη
ναυτιλίη: seamanship, Od. 8.253†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ναυτιλίη
-
2 ναυτιλίη
ναυτιλίαsailing: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ναυτιλίαsailing: fem dat sg (epic ionic) -
3 ναυτιλίῃ
Βλ. λ. ναυτιλίη -
4 βιοτήσιος
βῐοτ-ήσιος, ον,A supporting life,ὦνος A.R. 2.1006
; ναυτιλίη β. voyage of life, AP 9.208; ἴχνος ὅπου λήγει β. benndorf-Niemann Reisen in Lykien u. Karien p.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοτήσιος
-
5 δυσπέμφελος
δυσ-πέμφελος, ον,A rough and stormy, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη (sc. πόντος) Il.16.748: as a general epith. of the sea,οἳγλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται Hes.Th. 440
; ναυτιλίη δ. stormy passage, Id.Op. 618;αὔρη Nonn.D.2.550
: metaph., rude, uncourteous, Hes.Op. 722; δ. εὐνή, of a wife, Max.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπέμφελος
-
6 ἀτηρός
II baneful, mischievous, ; (lyr.); ;ναυτιλίη AP9.23
(Antip.);τὸ ἀ.
bane, mischief,A.
Eu. 1007 (anap.); μή τι ἀ. ποιέωσι [οἱ παῖδες] Democr. 279.—Once in Com., ἀτηρότατον κακόν an 'outrageous' nuisance, Ar.V. 1299; and so Adv. - ῶς 'awfully' as a slang word, Phld.Mus. p.105K.: in Pl.Cra. 395b and c introduced only for an etym. purpose: also in later Prose, D.L.6.99.
См. также в других словарях:
ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίῃ — ναυτιλία sailing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλία — η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) [ναυτίλος] το επάγγελμα και το έργο τού ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα νεοελλ. 1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη τού ναυτικού 2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek