-
1 ναυτικη
ἥ1) (sc. τέχνη) искусство мореплавания, кораблевождение Her., Xen.2) морские силы, флот Her. -
2 ναυτικα
-
3 ναυτικός
-
4 δυναμις
1) сила, мощь(αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικέ δ. Polyb.; ἥ τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.)
ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμέ δ. καὴ χεῖρες ἕπονται Hom. — насколько хватит (моих) сил;ὅ νόμος ἀναγκαστικέν ἔχει δύναμιν Arst. — закон имеет принудительную силу;2) могущество, власть(θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.)
δυνάμει προύχοντες Thuc. — превосходящие по силам;ἡγεμονικέ δ. Polyb. — авторитет полководца3) способность, возможность(τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.)
κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. — по (в меру) возможности, насколько возможно;4) свойствоἥ τῆς γῆς δ. Xen. — плодородие почвы5) филос. возможность, потенцияτὸ δυνάμει ( или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ ( или ἐνεργείᾳ) μέ ὄν Arst. — существующее потенциально, но не в действительности
6) вооруженные силы, войска(δ. καὴ πεζέ καὴ ἱππικέ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.)
7) ценность, стоимость(χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.)
8) значение, смысл(ὀνομάτων Plat., Lys.; τέν αὐτέν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.)
9) средство, снадобье(τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὴ δυνάμεις ἄλλαι Plut.)
10) мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.11) мат. сторона квадрата Plat. -
5 ονομα
ион. οὔνομα, эол. ὄνῠμα и ὤνομα - ατος τό1) имя, название(ὄ. θέσθαι или θεῖναί τινι Hom.)
ὄ. καλεῖν τινα или τινι и λέγειν τινὰ ὀνόματι Plat. или ἐξ ὀνόματος Polyb. — называть кого-л. по имени;τι ὀνόματι προσαγορεύειν Arst. — давать чему-л. название;πόλις Θάψακος ὀνόματι Xen. — город с названием Тапсак;πόλις ὄ. Καιναί Xen. — город по имени Кены2) (громкое) имя, слава(ὄ. καὴ κλέος Anth.)
ὄ. ἔχειν ἀπό τινος Her., Plat.; — составить себе имя (= прославиться) благодаря чему-л.;κτήσεσθαι ἔκ τινος ὄ. μέγα Xen. — стяжать себе чем-л. великую славу3) (пустое) слово4) отговорка, предлогμετ΄ ὀνομάτων καλῶν Thuc. — под благовидными предлогами
5) термин(ὄ. ἐν τῇ ναυτικῇ Xen.)
6) выражение или речь Dem.7) ( описательно = κάρα, κεφαλή и т.п.)ὦ φίλτατον ὄ. Πολινείκους! Eur. — о милый Полиник!
8) грам. имя (нарицательное), слово(ῥήματα καὴ ὀνόματα Plat.)
9) грам. имя собственное -
6 στρατια
(ᾱ), ион. στρᾰτιή ἥ1) войско, армия(πεζή Thuc.)
σ. ναυτική Thuc. — морские силы;ἐπὴ στρατιὰν ἰέναι Arph. — идти на военную службу2) сухопутная армияοἷα στρατιέ ἐσβαίνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐς τὰς νέας Her. — (ионийцы), словно сухопутная армия, не желали сесть на корабли
3) отряд, группа(Ἀιολέων Pind.)
4) военный походἐπαγγέλλειν στρατιάν τινι Thuc. — предлагать кому-л. принять участие в походе;
ἐν στρατιαῖς τε καὴ μάχαις Arph. — в походах и в боях -
7 βάση
[-ις (-εως)] η1) основание; фундамент; опора;στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;
2) основание, причина, мотив;νόμιμη βάση — законное основание;
επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;
3) база, основа;υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;
βάση πρώτων υλών — сырьевая база;
παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;
βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;
έχω βάση — базироваться (на чём-л.);
4) перен. база, основа, подготовка;είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;
5) воен, база;πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;
ναυτική βάση — военно-морская база;
αεροπορική βάση — военно-воздушная база;
6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;
7) ставка;τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;
8) тех станина; шасси;9) филос, базис;η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;
10) хим., мат. основание;11) анат. основание;βάση κρανίου — основание черепа;
12) πλ. основы;βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;
13) πλ. устои;βάσεις της κοινωνίας — устои общества;
ηθικές βάσεις — нравственные устои;
έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;
§ βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;
επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...
-
8 μοίρα
η1) доля, часть;νόμιμος μοίρα — законная доля;
μοίρα γης — участок земли, выпавший по жребию;
2) удел, жребий, доля, участь, судьба;καλή μοίρα — счастливая доля;
μαύρη μοίρα — горькая участь:
δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным;
είναι της μοίρας μου — или τώχει η μοίρα μου — судьба моя такая;
3) (М.) богиня судьбы, Мойра;4) воен, дивизион; ба- тальон; мор. эскадра; ав. эскадрилья;(ναυτική) μοίρα — эскадра;
μοίρα αντιτορπιλλικών — дивизион эскадренных миноносцев, эсминцев;
μοίρα πυροβολικοί — артдивизион;
(αεροπορίας) — эскадрилья;μοίρα νοσοκόμων — санитарный батальон;
5) геогр. градус;6) перен. ступень, уровень, ряд;βάζω στην ίδια μοίρα — ставить на одну доску, на одну ступень;
θέτω τί, τινά εν ιση (μείζονι, ελάσσονι) μοίρα — ставить кого-что-л. на равную (более высокую, низкую) ступень;
§ δεν ξέρει τα δυό κακά της Μοίρας του он круглый невежда, он ничего не смыслит в этом деле
См. также в других словарях:
ναυτικῇ — ναυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτική — ναυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναυτική Πυξίδα — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου (ο πιο αμυδρός ίσως από όλους τους αστερισμούς) που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών της Αντλίας, της Ύδρας, της Πρύμνης, της Τρόπιδας και των Ιστίων. Αποτελείται από δύο αστέρες τέταρτου… … Dictionary of Greek
κόμβος — Ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σε ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι στα παλιά δρομόμετρα οι διαβαθμίσεις παριστάνονταν με έναν ή περισσότερους κόμπους, φτιαγμένους με σχοινάκια και… … Dictionary of Greek
ανθυποβρυχιακό — Ναυτική μονάδα περιορισμένου εκτοπίσματος, που προορίζεται για την αναζήτηση και καταστροφή των υποβρυχίων, τόσο στα ανοιχτά όσο και κοντά στα λιμάνια. Κατά την περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων, οι μονάδες που κατασκευάζονταν ειδικά γι’… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… … Dictionary of Greek