Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ναυτική

См. также в других словарях:

  • ναυτικῇ — ναυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτική — ναυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυτική Πυξίδα — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου (ο πιο αμυδρός ίσως από όλους τους αστερισμούς) που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών της Αντλίας, της Ύδρας, της Πρύμνης, της Τρόπιδας και των Ιστίων. Αποτελείται από δύο αστέρες τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • κόμβος — Ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σε ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι στα παλιά δρομόμετρα οι διαβαθμίσεις παριστάνονταν με έναν ή περισσότερους κόμπους, φτιαγμένους με σχοινάκια και… …   Dictionary of Greek

  • ανθυποβρυχιακό — Ναυτική μονάδα περιορισμένου εκτοπίσματος, που προορίζεται για την αναζήτηση και καταστροφή των υποβρυχίων, τόσο στα ανοιχτά όσο και κοντά στα λιμάνια. Κατά την περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων, οι μονάδες που κατασκευάζονταν ειδικά γι’… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»