-
1 ναυπηγέω
A to be a shipbuilder, build ships, Ar.Pl. 513, Pl.Alc.1.107c:—more freq. in [voice] Med., πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι, build oneself ships, get them built, Hdt.2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, Hdt.1.27;ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31
;τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5
, cf. Th. 6.90, D.17.28: [tense] pf. νεναυπήγημαι in med. sense, D.S.20.16:—[voice] Pass., of ships, to be built, Th.1.13 (v.l. ἐνναυπηγηθῆναι);ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.Vect.4.35
, cf. HG1.3.17, Plu.2.321d.II metaph. in [voice] Med., contrive, 'engineer', .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγέω
-
2 ναυπηγεῖον
ναυπηγ-εῖον, τό,A shipyard, D.S.19.58; cf. ναυπήγιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγεῖον
-
3 ναυπηγήσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγήσιμος
-
4 ναυπήγησις
A s.v. ξυλοδωνίη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπήγησις
-
5 ναυπηγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγής
-
6 ναυπηγία
A shipbuilding, Hdt.1.27; ν. ἁρμόζειν to practise shipbuilding, E. Cyc. 460;ναυπηγίαν τριηρῶν παρασκευάζεσθαι Th.4.108
, cf. D.S.19.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγία
-
7 ναυπηγικός
A for shipbuilding,πέλεκυς Luc.DMort.10.9
: ἡ-κή (with or without τέχνη), art of shipbuilding, Arist.EN 1094a8, Gal. Thras.5: Subst., τὸ ναυπηγκόν Plu.2.571f;A contract for building a ship, PLond.3.1164h14 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγικός
-
8 ναυπήγιον
ναυπήγ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπήγιον
-
9 ναυπηγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγός
-
10 Ναυπλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ναυπλία
См. также в других словарях:
χορηγείον — και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α 1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους 2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο 3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο 4. στον πληθ. τά χορηγεῑα τα… … Dictionary of Greek