Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ναυαρχ-έω

См. также в других словарях:

  • μοιραρχίς — η πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο διοικητής τής μοίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • πλοηγίδα — η, Ν ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο σκάφος εξοπλισμένο με μέσα επικοινωνίας, που ανήκει κατά κανόνα σε πλοηγικό σταθμό και το οποίο χρησιμοποιείται για τη διακίνηση τού πλοηγού από και προς το πλοίο που πλοηγήθηκε ή που θα πλοηγηθεί, κν. πιλοτίνα.… …   Dictionary of Greek

  • πορθμίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορθμός 2. το πορθμείο, δηλαδή το σκάφος για διαπόρθμευση («πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας... Ἐλένην ἀπήγαγ ἐνθάδ », Ευρ.) 3. μτφ. τραπέζι με το οποίο προσφερόταν δεύτερη σειρά φαγητών («πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας τὰς …   Dictionary of Greek

  • στρατηγίς — ίδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς σκηνή», Παυσ.) 2. ως ουσ. γυναίκα στρατηγός 3. φρ. α) «στρατηγίδες πύλαι» η είσοδος τής σκηνής στρατηγού (Σοφ.) β) «στρατηγὶς ναῡς» (στην Αθήνα) το πλοίο τού στρατηγού (Θουκ.) γ)… …   Dictionary of Greek

  • τελωνίδα — και λόγιος τ. τελωνίς, η, Ν ναυτ. πλοιάριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα από τις τελωνειακές αρχές για την κατά θάλασσα δίωξη τού λαθρεμπορίου και σήμερα χρησιμοποιείται για τις μετακινήσεις τών τελωνειακών υπαλλήλων από και προς τα πλοία.… …   Dictionary of Greek

  • φαλαινίδα — η, Ν 1. (αλιευτ.) μικρό, παλαιότερα ιστιοφόρο ή κωπήλατο και σήμερα μηχανοκίνητο, σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλιεία τής φάλαινας 2. ναυτ. (παλαιότερα) ελαφρά, στενή και μεγάλου μήκους λέμβος τού πολεμικού ναυτικού προορισμένη για την… …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρίδα — η, Ν το φαλαινοθηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας + κατάλ. ίδα (πρβλ. ναυαρχ ίδα). Η λ., στον λόγιο τ. φαλαινοθηρίς, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • φρουρίς — και προυρίς, ίδος, ἡ, Α πλοίο για φρούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός / προυρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»