-
1 ναυαρχέω
A command a fleet, Hdt.7.161, X.An.5.1.4, IG12(8).183 ([place name] Samothrace), Phld.Rh.2.209 S.: c. gen., ν. [πλοίων] Philipp. ap. D. 18.77.II in the cult of Isis, preside at the festival of the ship ([etym.] πλοιαφέσια),Ἀρχ.Δελτ. 1.152
, al. ([place name] Eretria).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαρχέω
-
2 ναυάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυάρχης
-
3 ναυαρχία
ναυαρχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαρχία
-
4 ναυαρχίς
II mistress of a fleet, epith. of cities, e.g. Laodicea ad Mare, IG3.479; of Tripolis, ib.622; of Tyre, ib.14.830.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυαρχίς
-
5 ναύαρχος
ναύαρχ-ος, ὁ,A commander of a fleet, admiral, A.Pers. 363, Hdt.7.59, 8.42, Eub.67.11, IG12(3).103.12 (pl., Nisyros);οὔτε στρατηγοὺς οὔτε ν. S.Aj. 1232
; esp. the Spartan admiral-in-chief, Th.4.11, 8.6,20,23, X.An. 1.4.2, etc.; used of an inferior naval officer, Decr. ap. D.18.73; nauarchorum coetus circiter provincias Orientis, Cod.Just.11.2.4.II as Adj.,ἐπὶ ναυάρχῳ σώματι.. τῷ βασιλείῳ A.Ch. 723
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύαρχος
См. также в других словарях:
μοιραρχίς — η πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο διοικητής τής μοίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
πλοηγίδα — η, Ν ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο σκάφος εξοπλισμένο με μέσα επικοινωνίας, που ανήκει κατά κανόνα σε πλοηγικό σταθμό και το οποίο χρησιμοποιείται για τη διακίνηση τού πλοηγού από και προς το πλοίο που πλοηγήθηκε ή που θα πλοηγηθεί, κν. πιλοτίνα.… … Dictionary of Greek
πορθμίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορθμός 2. το πορθμείο, δηλαδή το σκάφος για διαπόρθμευση («πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας... Ἐλένην ἀπήγαγ ἐνθάδ », Ευρ.) 3. μτφ. τραπέζι με το οποίο προσφερόταν δεύτερη σειρά φαγητών («πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας τὰς … Dictionary of Greek
στρατηγίς — ίδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς σκηνή», Παυσ.) 2. ως ουσ. γυναίκα στρατηγός 3. φρ. α) «στρατηγίδες πύλαι» η είσοδος τής σκηνής στρατηγού (Σοφ.) β) «στρατηγὶς ναῡς» (στην Αθήνα) το πλοίο τού στρατηγού (Θουκ.) γ)… … Dictionary of Greek
τελωνίδα — και λόγιος τ. τελωνίς, η, Ν ναυτ. πλοιάριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα από τις τελωνειακές αρχές για την κατά θάλασσα δίωξη τού λαθρεμπορίου και σήμερα χρησιμοποιείται για τις μετακινήσεις τών τελωνειακών υπαλλήλων από και προς τα πλοία.… … Dictionary of Greek
φαλαινίδα — η, Ν 1. (αλιευτ.) μικρό, παλαιότερα ιστιοφόρο ή κωπήλατο και σήμερα μηχανοκίνητο, σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλιεία τής φάλαινας 2. ναυτ. (παλαιότερα) ελαφρά, στενή και μεγάλου μήκους λέμβος τού πολεμικού ναυτικού προορισμένη για την… … Dictionary of Greek
φαλαινοθηρίδα — η, Ν το φαλαινοθηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας + κατάλ. ίδα (πρβλ. ναυαρχ ίδα). Η λ., στον λόγιο τ. φαλαινοθηρίς, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
φρουρίς — και προυρίς, ίδος, ἡ, Α πλοίο για φρούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός / προυρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς)] … Dictionary of Greek