-
1 ναθμός
ναθμός, ὁ, = νασμός (?).
-
2 ναθμούς
ναθμόςreef: masc acc pl -
3 ναηλεῖς
A reef, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναηλεῖς
См. также в других словарях:
ναθμός — ναθμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «ναθμούς τὰς χοιράδας» β) «τάσσεται καὶ ἐπὶ τῶν στημόνων» … Dictionary of Greek
ναθμούς — ναθμός reef masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek