-
81 Πανικής
-
82 Πανικῆς
-
83 δικανικής
-
84 δικανικῆς
-
85 νεανικής
νεανικέωto be youthful: pres ind act 2nd sg (doric)νεᾱνικῆς, νεανικόςyouthful: fem gen sg (attic epic ionic) -
86 νεανικῆς
νεανικέωto be youthful: pres ind act 2nd sg (doric)νεᾱνικῆς, νεανικόςyouthful: fem gen sg (attic epic ionic) -
87 φοινίκης
φοῑνίκης, φοινίκηPhoenicia: fem gen sg (attic epic ionic) -
88 game point
(a winning point.) πόντος της νίκης -
89 θάλος
a flowering garland, crown met., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (τὴν τῆς νίκης εὐδοξίαν. Σ.) l. 7. 24. ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.b offspring, childΘέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45
Ἡρακλέης σεμνὸν θάλος Ἀλκαιδᾶν O. 6.68
κλεινᾶν Συρακοσσᾶνθάλος Ὀρτυγία N. 1.2
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 36. -
90 дарование
-я ουδ. παλ.1. χάρισμα•дарование победы χάρισμα της νίκης.
2. προίκισμα της φύσης, ταλέντο•музыкальное дарование μουσικό ταλέντο.
-
91 день
дня α.1. μέρα, ημέρα•солнечный день ηλιόλουστη μέρα•
буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•
рабочий день εργάσιμη μέρα•
праздничный день γιορτινή μέρα•
наступит день θά έρθει η μέρα•
следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•
санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.
2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.
3. ημερομηνία. || γιορτή•день печати μέρα του τύπου•
день радио μέρα του ραδίου•
день артиллерии μέρα του πυροβολικού•
день победы μέρα της νίκης•
день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•
день рождения τα γενέθλια•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.
4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•в дни молодости στα νεανικά χρόνια•
в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.
|| ζωή•конец дней το τέλος των ημερών•
закат дней τό βασίλεμα της ζωής.
εκφρ.считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•третьего дня – προχτές•дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•день за день – μονότονα, στερεότυπα•изо дня в день – καθημερινά•ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•на дню – παλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•на днях – αυτές τις μέρες•не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•постный день – νηστήσιμη μέρα•несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει. -
92 ознаменование
-я ουδ.γιορτασμός, εορτασμός• πανηγυρισμός.εκφρ.в ознаменование – προς τιμήν ή στη μνήμη•в ознаменование своей благодарности – ως σημείο (ένδειξη) ευγνωμοσύνης•в ознаменование победы – για το γιορτασμό της νίκης. -
93 фаворит
-а α.-ка, -и θ.1. ευνοούμενος, -η.αγαπητός, αγαπημένος, προσφιλής. || παλ. εραστής γυναίκας, ανώτατης κοινωνίας.2. (για άλογα) πιθανότητα νίκης, φαβορί, κρακ. -
94 εἴκω
εἴκω,------------------------------------Aεἶκον 16.305
( ὑπό-), Hdt.8.3: [tense] fut.εἴξω Th. 1.141
, etc.: [tense] aor. 1εἶξα Il. 24.718
, etc., poet. ἔειξα orἔϝειξα Alcm. 31
, [dialect] Ion.εἴξασκε Od.5.332
: [tense] pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire,ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606
; : c. dat., make way for,οὐρεῦσι 24.716
; yield to pressure, Gal. 18(1).97.2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509;εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80
;εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171
: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b.4 give way to any passion or impulse,ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598
;ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122
;ὕβρει Od.14.262
; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143;ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80
;τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18
; of circumstances,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; ; ;ξυμφοραῖς Th.1.84
; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant. 718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ.5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in.., Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in.., S.OC 172 (lyr.), cf. Aj. 1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν.. ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221.6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c.II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332.III impers., it is allowable or possible,ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321
: c. inf.,ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520
;φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8
; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16. -
95 εὐαγγελίζομαι
εὐαγγελ-ίζομαι, [tense] impf., Paus. 4.19.5: [tense] fut. part. - ιούμενος J.AJ6.4.2, 18.6.10, Luc.Icar.34: [tense] aor. (v. infr.):—[voice] Act., only in later Gr., LXX 1 Ki.31.9, Apoc.10.7, PGiss. 27.6 (ii A.D.): [tense] plpf. εὐηγγελίκειν dub. in D.C.61.13: ([etym.] εὐάγγελος):—A bring good news, announce them, , cf. Phryn.Com.44, D.18.323;τὴν εὐτοκίαν Sor. 1.70
;εὐτυχίας τῇ πατρίδι Lycurg.18
;πρός σε ταῦτα Men. Georg. 83
; alsoτινά τι J.AJ18.6.10
, Alciphr.3.12, Hld.2.10; εὐ. ὅτι .. Thphr.Char.17.7; τινι ὅτι .. Luc.Philops.31: c. acc. et inf., Plu. Mar.22:—[voice] Act., εὐ. τὰ τῆς νίκης PGiss.l.c.; τισιν ὡς .. Polyaen.5.7:—[voice] Pass., receive good tidings,ἐν ᾗ -ίσθη ἡ πόλις ἡμέρᾳ AJA18.323
(Sardes, i B.C.).II preach or proclaim as glad tidings,τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Ev.Luc.4.43
, etc.;εἰρήνην ὑμῖν Ep.Eph.2.17
, etc.2 abs., proclaim glad tidings, , cf. Ev.Luc.4.18, etc.: c. acc., preach the glad tidings of the gospel to, τὸν λαόν ib.3.18;κώμας τῶν Σαμαρειτῶν Act.Ap.8.25
:—so in [voice] Act., Apoc. 10.7; τινι LXX 1 Ki.31.9:—[voice] Pass., have the gospel preached to one, Ev.Matt.11.5, Ep.Hebr.4.2,6; also of the gospel, to be preached, Ev.Luc. 16.16, Ep.Gal.1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαγγελίζομαι
-
96 καρπός
καρπός (A), ὁ,A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142;κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op. 117
;κ. Δήμητρος Hdt.1.193
, etc.; ; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu. 1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568;κ. ἐλαίας Pi.N.10.35
; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P. 470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142;καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46
; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 ([place name] Amathus), cf.κάρπωσις 11
; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al.II returns, profits,οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2
; τῶν ἀνηλωμένων.. τοὺς κ. Is.5.29.III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th. 618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu. 831 codd.;ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th. 600
; , cf. Pl.Phdr. 260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit,ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27
; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27;κ. νίκης Hdn.8.3.6
: freq. in NT,κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11
, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)------------------------------------καρπός (B), ὁ,A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ; καρποὶ Χειρῶν ib. 891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.) -
97 κορυφαῖος
κορῠφ-αῖος, ὁ,A head man, chief, leader,αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82
; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. ib. 159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht. 173c; οἱ κ. party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, leader of the chorus,ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κ. D.21.60
codd., cf. Arist.Pol. 1277a11, Posidon.15J., etc.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.Pl. 953.II as Adj., at the top, ὁ κ. πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κ. τῆς νίκης the crowning fruits of.., Hdn.8.3.5;κ. τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2
; τοῦ λαμπροῦ -αῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41.2 epith. of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: [comp] Sup. κορυφαιότατος in later Gr.,κ. ἀρχαί CIG3885
([place name] Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαῖος
-
98 κτῆμα
A anything gotten, piece of property, possession, sg. once in Hom.,μή νύ τι.. δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται Od.15.19
; laterταύτας [γυναῖκας] ἐξείλεθ' αὑτῷ κ. S.Tr. 245
;ἡδὺ κ. τῆς νίκης λαβεῖν Id.Ph.81
, cf. OT 549, Ant. 702, E.Or. 230, 703, etc.;κ. ἐς αἰεί Th.1.22
;ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κ. Pl.R. 496c
, etc.; of a slave,παλαιὸν οἴκων κ. E.Med.49
, cf. Pl.Phd. 62d, X.Oec.1.6, Vect.4.42;κ. ἔμψυχον Arist.Pol. 1253b32
; of a calf, J.AJ6.14.3;κ. πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος Hdt.5.24
.2 freq. in pl., possessions, in Hom. of heirlooms,δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il.9.382
, Od.4.127; also, of all kinds of property, freq. in Od.,κ. δαρδάπτουσιν 14.92
, cf. 18.144, al.;διέλαχον.. κτημάτων παμπησίαν A.Th. 817
, etc.; Ἔοως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις who fallest upon wealth, i.e. on the wealthy, S.Ant. 782 codd. (lyr.): sts., χρήματα καὶ κ. property in money and chattels, Pl.Lg. 728e, cf. Isoc.1.28; = κτήνη, Pl.Grg. 484c, Phd. 62b; opp. ἀγροί, personal (opp. real) property, Is.5.43; less freq. of landed property,κ. ἔχων ἐν Βοιωτίᾳ D.18.41
(sg. as v.l.), Hdn.2.6.3: later freq. in sg., estate, farm, field, etc., Act.Ap.5.1, BGU530.21 (i A.D.), etc.;ἀμπελικὸν κ.
vineyard,PRyl.
157.4 (ii A.D.).3 in pl., materials,κ. πιλητά Gal.UP6.4
, 7.22. -
99 λαμβάνω
A , al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; [dialect] Dor.[tense] fut.[ per.] 2sg.λαψῇ Epich.34.2
, Theoc.1.4,10, inf.λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19
; Hellenisticλήμψομαι PPar.14.47
(ii B. C.), CIG4224c (add.) ([place name] Telmessus), 4244 ([place name] Tlos), al.: [tense] aor. 2 ἔλᾰβον, [dialect] Ep.ἔλλᾰβον Il.24.170
, etc.; [dialect] Ion. Iterat. , Hdt.4.78, 130; imper.λαβέ Il.1.407
, etc.; written λάβε in [voice] Med. Ms. of A.Eu. 130, but λαβέ [dialect] Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: [tense] pf. , Ar.Ra. 591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); [dialect] Ion., [dialect] Dor., Arc.λελάβηκα Hdt.4.79
, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf.λελαβήκειν IG 42(1).121.59
(Epid.), PSI9.1091.7: [tense] plpf.εἰλήφειν Th.2.88
, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 ( κατα-); [dialect] Dor. [tense] pf. subj. [ per.] 3sg. ([etym.] παρ-) ([place name] Crete):—[voice] Med., [tense] aor. 2 ἐλαβόμην, [dialect] Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; [dialect] Ep. redupl.λελαβέσθαι 4.388
:—[voice] Pass., [tense] fut.ληφθήσομαι S.Ph.68
, Th.6.91,κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.
: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ion. (Milet., v B. C.), ( κατ-) GDI5532.7 ([place name] Zeleia),ἐλάμφθην Hdt.2.89
, 6.92, 7.239 (- λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenisticἐλήμφθην IG14.1320
, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); [dialect] Dor.ἐλάφθην Archim.Aren.1.13
: [tense] pf.εἴλημμαι D.24.49
, Ar.Pl. 455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag. 876, E. Ion 1113, IA 363 (troch.), Cyc. 433, cf. Ar.Ec. 1090 ( δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 ([place name] Dura); [dialect] Ion. λέλαμμαι ( ἀπο-) Hdt.9.51, ( δια-) 3.117; inf.ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11
(acc. to many codd., Hsch.and Erot., - λελάμφθαι vulg.); [dialect] Ion.[ per.] 3pl.λελήφαται An.Ox.1.268
; [dialect] Dor. [tense] pf.imper.λελάφθω Archim. Con.Sph.3
, al.:—in the [tense] fut., [tense] aor. [voice] Pass., and [tense] pf. [voice] Pass. the a is short by nature in [dialect] Ion., prob. long in [dialect] Dor. and in Doricized Hellenistic forms such asλαμψοῦνται Test.Epict.5.14
,λάμψεσθαι IG5(1).1390.67
(Andania, i B. C.); it is marked long in [dialect] Aeol.λᾱμψεται Alc.Supp.5.9
:—of these tenses Hom. uses only [tense] aor. [voice] Act., and [tense] aor.[voice] Med. twice (v. supr.); the Homeric [tense] pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive:I take,1 take hold of, grasp, seize,μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81
: freq. with χειρί or χερσί added,χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286
;χερμάδιον λάβε χειρί 5.302
;χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487
;ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116
;ἐν χεροῖν λ. S.OT 913
;διὰ χερῶν λαβών Id.Ant. 916
; ;ἐν ἀγκάλαις A.Supp. 481
, etc.; of an eagle,λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81
: c.acc. of the thing seized,λ. γούνατα Il.24.465
; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; ;γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142
;λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10
, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in [voice] Med., v. infr. B.b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 ([voice] Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8;ἐκ πόλιος.. ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41
; of lions,λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114
;ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43
; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24.c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; , etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e);λ. τιμωρίαν D.18.280
.2 of passions, feelings, etc., seize,μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;Ἀτρεΐωνα.. χόλος λάβεν 1.387
; ;τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170
, al.;δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704
;τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92
;ἄχος X.Cyr. 5.5.6
; ; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec. 417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—[voice] Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr. 446, Hdt.1.138;ἔρωτι X.Cyr.6.1.31
, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3).b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—[voice] Pass.,τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37
.c of darkness, etc., occupy, possess, .3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.;λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418
;ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119
; simply, find, come upon, S.OT 1031, E. Ion 1339.4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 ([voice] Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr. 196;τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT 266
: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib. 461;κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V. 759
;λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R. 389d
;τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97
: with Adj.,ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit. 570
:—[voice] Pass.,δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr. 808
; ; ;ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66
: in good sense, .5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by.., Hdt.3.74;ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT 276
codd.6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph. 1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib. 675;τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86
.7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς ..) Hdt.7.42;ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1
; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf.ἀπείργω 11.2
, ἔχω (A) A.1.7.8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37;λ. ζυγόν Pi.P.2.93
.9 apprehend by the senses,ὄμμασιν θέαν S. Ph. 537
, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib. 234;ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R. 524d
.b apprehend with the mind, understand,φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10
;νόῳ Id.3.41
;τῇ διανοίᾳ Pl. Prm. 143a
;λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51
;ἐν νῷ Plb.2.35.6
: abs.,λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6
;μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3
, cf. Pl.Phdr. 246d, etc.c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner,ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142
;λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17
; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61;ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch. 227c
; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE 174b27, Rh.Al. 1423a4;ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18
: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον .. PMag.Par.1.2434:—[voice] Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol. 1342b25, cf. S.E.P.1.179;τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol. 1296a31
;τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7
; alsoλ. περί τινος τί ἐστι Id.EN 1142a32
, cf. 1140a24, al.: also c. inf.,λ. τι εἶναί τι Id.Mete. 389a29
, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι .. Id.Metaph. 1053a27, cf. Str.2.5.1;εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN 1129a31
: in bad sense,πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7
;πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13
;λ. δι' οἴκτου E. Supp. 194
; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6.d in Logic, assume, take for granted,ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr. 46b6
; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib. 53a2, etc.:—[voice] Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib. 26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib. 33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89.e take, i.e. determine, estimate,τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20
;ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66
;τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42
.10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24;παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22
.11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10.12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT 1391, cf. 641;τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141
, etc.b ingressive of ἔχων ( ἔχω (A) A.1.6),ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα.. ἦλθον Od. 15.269
, cf. S.Tr. 259.II receive,1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106),ἄποινα Il.6.427
;τὰ πρῶτα 23.275
; , v. infr.e;παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10
, cf. Ar. Eq. 439;πρός τινος S.El.12
, etc.;ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4
; gain, win,κλέος Od.1.298
, S.Ph. 1347, etc.;ἀρετάν Pi.O.8.6
;κόσμον Id.N.3.31
codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); , etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain.., Isoc.10.39;λ. νόστον E.IT 1016
, etc.;λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61
; ; ; ; : also in bad sense,λ. ὀνείδη S.OT 1494
;συμφοράν E.Med.43
; (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur.., Id. Ion 600;αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18
, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3.b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC 284 ([etym.] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.).c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk. 436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law,τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk. 447
.e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; ;λ. ζημίας D.11.11
.f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh. 1377a8;λ. πιστά X.An.3.2.5
, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47.h receive as produce, profit, etc.,οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123
; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R. 347b
; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for.., Ar. Pax 1263, Ra. 1235, cf. Nu. 1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4.i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα.3 of persons conceiving feelings and the like , λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC 729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj. 345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp. 1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA 1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA 732b5, etc.;λ. κακόν τι Ar.Nu. 1310
; λ. νόσον take a disease, Pl.R. 610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA 762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115.4 c. inf., receive permission to.., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.).B [voice] Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [ σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; , etc.;τοῦ βωμοῦ And.1.126
, etc.: c. dupl.gen.,μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm. 153b
.2 seize and keep hold of, obtain possession of, ; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28;λ. ἀληθείας Pl.Plt. 309d
: rarely c. acc.,τόν.. λελαβέσθαι Od.4.388
.3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ.4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80.6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμβάνω
-
100 λαμπρός
A bright, radiant, of the sun and stars,λ. φάος ἠελίοιο Il.1.605
;ἀστήρ 4.77
; - ότατος, of Sirius, 22.30 (and of the same, ); λαμπρὰ σελήνη Hes.ll.cc., cf. Th.7.44;πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι D.H.3.27
; of the eyes, S.OT 1483, E. Hec. 1045, etc., v. infr. 11.3; of metallic bodies, λ. φάλοι, κόρυθες, Il.13.132, 17.269: neut. as Adv.,θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες 13.265
.2 of white cloths and the like , bright, λαμπρὸς δ' ἦν ἠέλιος ὥς [ὁ χιτών] Od.19.234;δέρμα.. -ότατον λευκότητι Hdt.4.64
; λ. ἐσθής, = Lat. toga candida, Plb.10.5.1.3 of water, clear, limpid, A.Eu. 695, Hp.Aër.5, X.HG5.3.19; of air,λ. ἠήρ Hp.
Aër.15; ([comp] Sup., lyr.).4 of sound or voice, clear, distinct, Pl.Phlb. 51d, D.19.199;λαμπρὰ κηρύσσειν E.Heracl. 864
;φωνὴ -οτέρα Arist. HA 545a12
; opp. φ. ἀσαφής, Id.Aud. 801b22;λαμπρὸν ἀνολολύξαι Plu. 2.768d
; cf.λάμπω 1.2
.5 metaph., of vigorous action, λ. ἄνεμος a keen wind, Hdt.2.96, cf.A.Ag. 1180; λ. ἤδη καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.Eq. 430, cf. 760; λαμπρὸς φανήσεται he will come furiously forth, E.Heracl. 280; λ. μάχη a keenly contested battle, Plb.10.12.5; -ότερος κίνδυνος Id.1.45.9
. Adv. -ρῶς, ἐπικείμενοι vigorously, Th.7.71; utterly, λ. ἡττῆσθαι, λ. περιεστοιχίσθαι, Hld.4.4, 9.1.6 metaph. also, clear, manifest, ; ;ἴχνη X.Cyn. 5.5
;γεγενημένης τῆς νίκης λ. ἤδη Th.7.55
; λ. φυγή decisive, Arr.An. 2.11.3. Adv. -ρῶς, κοὐδὲν αἰνικτηρίως A.Pr. 833
;λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Th.2.7
;λ. νικᾶν Arr.An.2.10.4
; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Th.8.67.II of persons, well-known, illustrious by deeds, station, etc.,λ. ἐν τῇσι Ἀθήνῃσι Hdt.6.125
;ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν -ότατος Id.7.154
; λ. ἐν [τοῖς κινδύνοις] D.19.269; -οτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Th.1.138
;ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Isoc.5.89
;λ. ἐς γένος E.El.37
;ἐν λόγοις Id.Supp.[902]
; as honorary title, - ότατος, = Lat. clarissimus, IG14.911, 7.91, etc.; of cities, councils, etc., A 4 (iv A. D.), cf. 867.4 ([comp] Sup., Ephesus, ii A. D.); of actions, etc.,ἔργον οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν λ. γίνεται Hdt.3.72
;τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι S.OC 1144
;τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους Trag.Adesp.9
.2 magnificent, munificent,λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Isoc.3.56
, cf. D.21.153 ([comp] Sup.); ὁ λ. καὶ πλούσιος οὗτος ib. 174. Adv. -ρῶς, χορηγεῖν Antipho 2.2.12
, Arist.EN 1122b22.3 bright, joyous, λ. ὥσπερ ὄμματι, of the bearer of good news, S.OT 81, cf. X.HG4.5.10; λαμπρὸν ἐξέπεμψα with bright hopes, S.El. 1130;λ. ταῖς ἐλπίσιν Jul.Or.2.64b
; also ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, of one clear in conscience, Pi.N.7.66.III of outward appearance, splendid, brilliant, ; of a horse, IG22.956.87, X.Eq.11.1; in dress, Id.Cyn.2.4.5 ([comp] Sup.); of youthful bloom,ὥρᾳ ἡλικίας λ. Th.6.54
; of healthy look, Hp.Aër.24; of property, dress, etc.,εἴ τί γ' ἔστι λ. καὶ καλόν Ar.Pl. 144
, cf. E.Fr.316.5;κατασκευή X.Smp.1.4
([comp] Comp.); λ. κάλλος beaming beauty, Pl. Phdr. 250b, etc.: more generallyλ. τι ποιεῖν X.Cyr.5.4.15
; τὸ λ. splendour, Pi.N.8.34;λ. γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Euang.1.3
. Adv. -ῶς, opp. λιτῶς, Phld.Mort.30: [comp] Sup. - ότατα X.Cyr.2.4.1; later - οτάτως JHS44.26 (Ancyra, ii A. D.).2 of language, brilliant,τῶν διθυράμβων τὰ λ. Ar.Av. 1388
; λ. λέξις ornamental diction, Arist. Po. 1460b4;λόγος Hermog.Id.1.9
.IV Astrol., of degrees in a zodiacal sign,ἑκάστου ζῳδίου λαμπρὰς μοίρας ἐξέθεντο Heph.Astr.1.1
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρός
См. также в других словарях:
νικῆς — νῑκῆς , νικάω conquer pres ind act 2nd sg (doric) νῑκῆς , νικάω conquer pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικῇς — νῑκῇς , νικάω conquer pres subj act 2nd sg (doric) νῑκῇς , νικάω conquer pres ind act 2nd sg (doric) νῑκῇς , νικάω conquer pres subj act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκης — Νίκη victory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκης — νί̱κης , νίκη victory fem gen sg (attic epic ionic) νί̱κης , νικάω conquer pres ind act 2nd sg νί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρὸ τῆς νίκης τὸ ἐγκώμιον ἄδεις. — См. Не хвались идучи на рать, хвались идучи с рати … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
побѣдьныи — (35) пр. Относящийся к побѣда в 1 знач.: повелѣваѥть бо сѹща˫а подъ нимь мнихы иконы въ рꙊкахъ при˫ати. и сихъ носити выспрь… пѣсни побѣдьныѥ побѣдителю х҃сѹ въспѣвающе. (ἐπινικίους) ЖФСт к. XII, 117 об.; тѣмь же и мы ˫ако и отроци побѣдьны˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek