-
1 μῡκητής
-
2 μυκητης
-
3 μῡκητής
μῡκητής, ὁ, der Brüllende, Brüller -
4 μυκητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυκητής
-
5 μεγαλο-μῡκητής
μεγαλο-μῡκητής, ὁ, der laut, stark Brüllende, vom Esel, VLL.
-
6 μυκητάς
μῡκητά̱ς, μυκητήςbellower: masc acc plμῡκητά̱ς, μυκητήςbellower: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 μῡκήτωρ
μῡκήτωρ, ορος, ὁ, = μυκητής, Nonn. D. 3, 235. 22, 134.
-
8 μυκατας
-
9 μυκητικος
-
10 μυκητά
-
11 μυκητᾷ
-
12 μυκητάν
-
13 μυκητᾶν
-
14 μυκηταί
μῡκηταί, μυκητήςbellower: masc nom /voc pl -
15 μυκητών
-
16 μυκητῶν
-
17 μεγαλομυκητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλομυκητής
-
18 μυκήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυκήτωρ
-
19 μεγαλομῡκητής
μεγαλο-μῡκητής, ὁ, der laut, stark Brüllende, vom Esel
См. также в других словарях:
μυκητής — ο (Α μυκητής, δωρ. τ. μυκατάς, ὁ) [μυκώμαι] (νεοελλ) ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πιθήκων alouatta αρχ. αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει … Dictionary of Greek
μυκητάς — μῡκητά̱ς , μυκητής bellower masc acc pl μῡκητά̱ς , μυκητής bellower masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομυκητής — μεγαλομυκητής, ὁ (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μυκητής (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»)] … Dictionary of Greek
μυκήτωρ — μυκήτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μυκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] … Dictionary of Greek
μυκητίας — μυκητίας, ὁ (ΑΜ) φρ. «μυκητίας σεισμός» σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. ίας (πρβλ. βρασματ ίας, σεισματ ίας)] … Dictionary of Greek
μυκητικός — μυκητικός, ή, όν (Α) [μυκητής] αυτός που αναφέρεται στον μυκηθμό ή ο επιτήδειος στο να μυκάται, ο μυκώμενος … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
μυκηταί — μῡκηταί , μυκητής bellower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκητᾶν — μῡκητᾶν , μυκητής bellower masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκητᾷ — μῡκητᾷ , μυκητής bellower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)