-
1 μυκατας
-
2 μυκητης
-
3 μυκητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυκητής
См. также в других словарях:
μυκητής — ο (Α μυκητής, δωρ. τ. μυκατάς, ὁ) [μυκώμαι] (νεοελλ) ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πιθήκων alouatta αρχ. αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει … Dictionary of Greek