-
1 μυριόφιλος
μῡρῐό-φῐλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόφιλος
См. также в других словарях:
κακόφιλος — κακόφιλος, ὁ (AM) κακός φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φιλος (< φίλος), πρβλ. καινό φιλος, μυριό φιλος] … Dictionary of Greek