-
1 μῡριό-φιλος
μῡριό-φιλος, mit unzähligen Freunden, Themist.
-
2 μῡριόφιλος
См. также в других словарях:
κακόφιλος — κακόφιλος, ὁ (AM) κακός φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φιλος (< φίλος), πρβλ. καινό φιλος, μυριό φιλος] … Dictionary of Greek