Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μῡρι-όδους

См. также в других словарях:

  • τριόδους — ο / τριόδους, οντος, ὁ και ἡ, ΝΑ, και τ. τριώδους, ο, Α νεοελλ. κολεόπτερο έντομο αρχ. 1. αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες («κρεάγρα τριόδους», ΠΔ) 2. (το αρσ.) ο τριόδους α) η τρίαινα β) το καμάκι* γ) χειρουργικό εργαλείο δ) το… …   Dictionary of Greek

  • μυριόδους — μυριόδους, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ. β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς (πρβλ. λευκ όδους)] …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • μυριόδοντος — μυριόδοντος, ον (Α) μυριόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. λευκόδοντος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»