Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μυριόδους

См. также в других словарях:

  • μυριόδους — μυριόδους, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ. β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς (πρβλ. λευκ όδους)] …   Dictionary of Greek

  • μυριόδους — μῡριόδους , μυριόδους having immense teeth masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριόδοντος — μυριόδοντος, ον (Α) μυριόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. λευκόδοντος)] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • μυριόδοντα — μῡριόδοντα , μυριόδους having immense teeth masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»