-
1 μυλεργάτης
A miller, AP7.394 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλεργάτης
-
2 μυλών
A mill-house, Th.6.22, Inscr.Délos445.22 (ii B.C.); εἰς μ. καταβαλεῖν to condemn [a slave] to work the mill, E.Cyc. 240;εἰς μ. ἐμπεσεῖν Lys.1.18
;ἐν τῷ μ. εἶναι D.45.33
, cf. Din.1.23;μ. καὶ πέδαι Men.Her.3
;ἄξιοι δεσμωτηρίου καὶ μυλῶνος Ph.1.623
; Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους painted mills, Arist.Rh. 1411a24. (Sts. parox. in codd., as Arist. l. c., Ph. l. c., Luc.Vit.Auct.27, Poll.7.19, but cf. Hdn. Gr.1.30.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский