Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μῠδ-άω

См. также в других словарях:

  • μυδαίνω — (Α) 1. υγραίνω, μουσκεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

  • μυδαλόεις — μυδαλόεις, εσσα, εν (Α) μυδαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδαλ έος + κατάλ. όεις (πρβλ. μυδ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μυδών — μυδών, ὁ (Α) σάρκα σαπισμένη σε τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» + επίθημα ών (πρβλ. βομβ ών, φαγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • μύσος — το (ΑΜ μύσος καί μῡσος) ακαθαρσία σώματος και ψυχής, μίασμα, βδέλυγμα («τεκνοκτόνον μύσος εἰς ὄμμαθ ἥξει φιλτάτῳ ξένων ἐμῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *μυδ σ ος, οπότε εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *mu d τής ΙΕ ρίζας *meu d… …   Dictionary of Greek

  • υδαλέος — α, ον, Α 1. υδατώδης 2. υδρωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδ τού ὕδωρ + κατάλ. αλέος (πρβλ. μυδ αλέος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»