-
1 μισοτεκνος
См. также в других словарях:
φιλότεκνος — η, ο / φιλότεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα παιδιά του νεοελλ. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον η φιλοτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισό τεκνος] … Dictionary of Greek