-
1 μισοτεκνος
См. также в других словарях:
μισότεκνος — μισότεκνος, ον (Α) αυτός που μισεί τα τέκνα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + τέκνος (< τέκνον), πρβλ. φιλό τεκνος] … Dictionary of Greek
μισότεκνος — μῑσότεκνος , μισότεκνος hating one s children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοτεκνότατον — μῑσοτεκνότατον , μισότεκνος hating one s children masc acc superl sg μῑσοτεκνότατον , μισότεκνος hating one s children neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισότεκνον — μῑσότεκνον , μισότεκνος hating one s children masc/fem acc sg μῑσότεκνον , μισότεκνος hating one s children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρότεκνος — μητρότεκνος, ἡ (Α) μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί τεκνος, μισότεκνος] … Dictionary of Greek
μισοτεκνία — μισοτεκνία, ἡ (Α) [μισότεκνος] μίσος προς τα τέκνα … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
ՈՐԴԻԱՏԵԱՑ — ( ) NBH 2 0529 Chronological Sequence: 5c ա. μισότεκνος qui liberos odit, filiis suis infestus. Ատեցօղ զորդի իւր. *Զի յորդիատեաց հօրէն զանխլասցի: Ոչ այնպէս եմ որդիատեաց: Ասեն վերջին զոմն զաստուած (կռոնոս՝) որդիատեաց, զամենեսեան կլանել. Ածաբ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μισοτέκνοις — μῑσοτέκνοις , μισότεκνος hating one s children masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοτέκνου — μῑσοτέκνου , μισότεκνος hating one s children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοτέκνους — μῑσοτέκνους , μισότεκνος hating one s children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)