-
1 μάζαι
-
2 μᾶζαι
-
3 μάζαι
μά̱ζᾱͅ, μᾶζαbarley-cake: fem dat sg (doric aeolic) -
4 Μαζαίου
Μαζαί̱ου, Μαζαῖοςmasc gen sg -
5 Μαζαίους
Μαζαί̱ους, Μαζαῖοςmasc acc pl -
6 Μαζαίω
-
7 Μαζαίῳ
-
8 μαζ'
-
9 μᾶζ'
-
10 δρυπεπής
δρῠπεπής, ές,A ripened on the tree, quite ripe,ἐλάα Chionid.7
, Eup. 312; αἱ δρυπεπεῖς (sc. ἰσχάδες) Ar.Lys. 564, Callias Com.21: by a com. metaph.,μᾶζαι δ. Cratin.165
, Telecl.38;δ. ἑταῖραι Ar.Fr. 141
: heterocl. acc. sg., τὴν ἁλίπαστον δρύπεπα, as Subst., AP6.191 ([place name] Longus):—[full] δρυπετής or [suff] δρῠο-πέτης ([etym.] πίπτω), ready to fall, over-ripe, is a constant v. l., cf. Sch.Orib.2p.746D., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυπεπής
-
11 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. -
12 χιονόχροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιονόχροος
-
13 Ἀχίλλειος
A of Achilles, E.Tr.39, etc.; poet.Ἀχιλλέϊος Theoc. 29.34
: [dialect] Ion. [full] Ἀχιλλήϊος Hdt.4.55,76; used in lyr. by S.Fr. 152:— fem. [full] Ἀχιλληΐς (v. infr.), also [full] Ἀχιλλεῖτις, ιδος, D.L.1.74.II Ἀχίλλειαι κριθαί, a fine kind of barley, Ath.3.114f; alsoκριθαὶ Ἀχιλληΐδες Hp.Morb.3.17
;κριθὴ Ἀχιλληΐς Thphr.HP8.10.2
; Ἀ. μᾶζαι cakes of fine barley, Pherecr.130.4; Ἀχιλλείων ἀπομάττεσθαι (v. sub ἀπομάσσω) Ar.Eq. 819; Ἀχίλλειον, τό, a cake of this sort, Eust.1414.33.2 Ἀ. (sc. σπόγγος), ὁ, fine kind of sponge, used as padding for the inside of helmets, greaves, etc., Arist.HA 548b1 and 20.3 Ἀχίλλειος, ὁ, = μυριόφυλλον, Ps.-Dsc.4.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀχίλλειος
См. также в других словарях:
μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζαι — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαζαίου — Μαζαί̱ου , Μαζαῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαζαίους — Μαζαί̱ους , Μαζαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαζαίῳ — Μαζαί̱ῳ , Μαζαῖος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МАЗЕЙ — • Mazaeus, Μαζαι̃ος, персидский наместник в Киликии во время Артаксеркса Оха, не препятствовал в 331 г. до Р. X. македонянам, как это было ему поручено, перейти Евфрат, храбро сражался при Арбеле, но отступил к Вавилону и без… … Реальный словарь классических древностей
αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… … Dictionary of Greek
μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)