-
1 ματαιόφημος
μᾰταιό-φημος, ον,A = ματαιολόγος, Phot.s.v. λῆρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματαιόφημος
См. также в других словарях:
κλυτόφημος — κλυτόφημος, ον (Α) ένδοξος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό φημος, ματαιό φημος] … Dictionary of Greek