Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μᾰπέειν

См. также в других словарях:

  • μαπέειν — μάρπτω take hold of aor inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψ — (I) μάψ, ὁ (Α) είδος πτηνού. (II) μάψ (Α) επίρρ. 1. χωρίς αποτέλεσμα, μάταια, άσκοπα, ανώφελα 2. απερίσκεπτα, ανόητα, ασυλλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρημα σε σ (πρβλ. εὐθύς, ἅπαξ), άγνωστης ετυμολ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»