Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μᾰνία

  • 81 ὁμότοιχος

    A having one common wall, contiguous,

    ὁ. οἰκία Is.6.39

    ;

    ὁμότοιχος οἰκῶν Pl.Lg. 844c

    ;

    ὁ. τῇ βιβλιοθήκῃ οἶκος D.S.1.49

    .
    2 metaph.,

    νόσος γείτων ὁ. ἐρείδει A.Ag. 1004

    (lyr.);

    λύπη μανίας ὁ. Antiph.295

    ;

    μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plu.2.503d

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότοιχος

  • 82 ὑπόθεσις

    ὑπόθεσις, εως, , ([etym.] ὑποτίθημι, ὑποτίθεμαι)
    A proposal, proposed action,

    τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13

    ;

    ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c

    ; intention, policy,

    πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136

    ;

    διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51

    ; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;

    περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90

    ;

    τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48

    ;

    ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28

    ;

    πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18

    ;

    ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46

    ; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;

    ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7

    ; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;

    τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1

    ;

    τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2

    ;

    τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5

    ;

    πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1

    , cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;

    Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4

    .
    2 suggestion, advice,

    ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7

    (iii B. C.);

    διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8

    , cf. 2.52.6, 4.24.2;

    κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5

    ; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.
    3 purpose,

    τῆς στρατηγίας ὑπόθεσιν τὴν τυραννίδα πεποιημένος Id.Tim.2

    ;

    λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31

    ;

    ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56

    ;

    ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15

    ;

    τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17

    ; [

    οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56

    .
    4 occasion, excuse, pretext,

    οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5

    ; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;

    ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.

    2.60;

    ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26

    ;

    μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18

    .
    5 actor's role,

    τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22

    ;

    ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38

    , cf. 41;

    τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39

    .
    6 function, occupation, station in life, [

    Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2

    ; [

    Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7

    ;

    τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7

    , cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.
    7 practical problem,

    κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4

    ;

    ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2

    .
    II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,

    κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63

    , cf. Gal.6.124;

    τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1

    ;

    τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242

    ;

    ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76

    ;

    ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63

    , cf. 12.161;

    μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77

    , cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;

    ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83

    ;

    περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35

    ;

    τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36

    , cf. Pl.Def. 415b;

    ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15

    ; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;

    πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53

    ; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.
    2 case at law, lawsuit,

    γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29

    (Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);

    τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18

    (iv A. D.).
    3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,

    ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18

    ; plot, story,

    μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62

    , cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.
    4 speech,

    αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1

    ; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)

    τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12

    ; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.
    b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.
    5 a kind of play or pantomime,

    μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e

    ; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,

    χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3

    .
    III supposition,

    ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b

    ; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;

    εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b

    , cf. 92d, Sph. 244c;

    πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32

    ; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;

    χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810

    ; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,

    ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25

    -6, cf. 41a25;

    δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25

    , cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.
    IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.

    ὑπόκειμαι 11.8

    ), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,

    περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8

    , cf. b30;

    τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10

    ; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)

    οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4

    (cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);

    ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299

    .
    2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;

    αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15

    ; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;

    ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4

    ;

    λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f

    , cf. 721d;

    ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9

    , cf. 11.
    b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,

    ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23

    ;

    ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17

    .
    3 starting-point,

    ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130

    ; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.
    4 raw material,

    τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35

    ;

    οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31

    .
    V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).
    VI placing under,

    πτύγματος Sor.1.70a

    ;

    προσκεφαλαίου Id.2.86

    .
    2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)

    ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b

    , cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;

    Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις

  • 83 ἀσαλής

    Grammatical information: adj.
    Meaning: EM l51, 49 = A. (Fr. 319) = `ἄφροντις, ἀμέριμνος', attribute of μανία.
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: Acc. to EM from σάλη = `φροντίς'. Scholars derive it from σάλος (with transition to the s-stems), given by Hesychius as = `φροντίς, ταραχή'. This is identified with σάλος `tossing motion' (s.v.); however, this seems quite doubtful. σάλη (also σάλα H.) would be a back-formation of ἀσαλής and ἀσαλεῖν (cod. ἀσάλειν) ἀφροντισθῆναι.
    Page in Frisk: 1,159-160

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσαλής

  • 84 μᾱνός

    μᾱνός
    Grammatical information: adj.
    Meaning: `thin, loose, open in texture, rare' (IA., Emp. 75, 1, μᾰνός (Telecl. 61); βανόν s. below.
    Compounds: Compp., e.g. μᾰνό-στημος `with loose chain, thin, fine' (A. Fr. 297 = 688 Mette).
    Derivatives: μανότης `thinness, rareness' (Pl., Arist., Thphr.), μανία `id.' (An. Ox.); μανώδης `thin' (Arist.); μανάκις `rare' (Pl. Com., H.: πολλάκις); μανόω `loosen' (Thphr.) with μάνωσις (Arist.). - With dissimilation (?) βανόν λεπτόν H.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
    Etymology: Beside Ion. μᾱνός, Att. μᾰνός from *μανϜός stands μάνυ μικρόν (cod. πικρόν). Άθαμᾶνες H.; on u: ŭo Chantraine Form. 122, Schwyzer 472. The u-stem can be seen in Arm. manr, gen. manu `small, thin, fine', manu-k `child, boy, servant'; but on μάνυ-ζα s.v. After Brugmann RhM 62, 634f. here also μαναύεται παρέλκεται H. (prop. `isolates himself'? but the - αυ- remains unexplained); rejected by Hahn Lang. 18, 88) and, quite uncertain, βάναυσος (s. v.). Albanian combination by Mann Lang. 17,21: to mêj, aor. mêna (\< *mn̥i̯ō) `I lessen, cease, stop'. S. also Mezger Word 2, 237. Others further connect Skt. manā́k `a lttle', Lith. meñkas `short', Hitt. maninku- `close', all of unclear formation. Still OIr. menb \< *menu̯o- (Benveniste, BSL 50, 1954, 41). μανυ- from *mn̥h₂-u-? (cf. μανώδης, μαν-άκις) which conflicts with the etymology of menb. Cf. Pok. 728? Here perhaps μόνος. For Pre-Greek, Fur. 221 on good grounds.
    See also: -- Weiteres s. μόνος.
    Page in Frisk: 2,171-172

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μᾱνός

  • 85 εἰδωλομανής

    εἰδωλομανής,-ές (s. εἴδωλον, μανία; only in Christian wr.; Ath. 27, 1 et al. [Lampe]) pert. to insane interest in idols, idol-mad καιόμενοι τῇ καύσει τῶν εἰδωλομανῶν aflame with the burning of the idol-crazed ApcPt Bodl. 5–8. For this rdg., which requires the restoration κ[αιόμ]ε̣ν̣ο̣ι̣ τῇ [κ]α̣ύ̣σ̣ε̣ι̣ τ̣ῶ̣[ν ε]ἰ̣δ̣ωλ̣ο̣μ[αν]ῶν, s. JTS 12, 1910–11, 368f.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἰδωλομανής

  • 86 περιτρέπω

    περιτρέπω (Lysias, Pla. et al.; Wsd 5:23; Philo) to turn from one state to its opposite, turn τινὰ εἴς τι (BGU 1831, 8 [51 B.C.] εἰς ἄπορον; Vett. Val. 250, 9f; Jos., Ant. 9, 72 τοὺς παρόντας εἰς χαρὰν περιέτρεψε; Tat. 22, 1 εἰς ἀδοξίαν.—Niese reads the simplex in Jos., Ant. 2, 293) τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει Ac 26:24 (s. μανία and cp. the expression εἰς μανίαν περιτρέπειν in Lucian, Abdic. 30 and Vi. Aesopi I G 55 P.).—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > περιτρέπω

  • 87 σωφροσύνη

    σωφροσύνη, ης, ἡ (Hom.+; ins, pap, LXX [esp. 4 Macc]; TestJos, EpArist, Philo, Joseph., Just., Ath., R. 22 p. 75, 19; one of the four cardinal virtues; for the Hellenic perspective of general harmony of the κόσμος and φύσις s. JKube, ΤΕΧΝΗ and ΑΡΕΤΗ, ’69, 46)
    gener. soundness of mind, reasonableness, rationality (s. σωφρονέω 1; in contrast to μανία X., Mem. 1, 1, 16; Pla., Prot. 323b; Iren. 1, 26, 1) ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα true and rational words (opp. μαίνομαι) Ac 26:25.
    practice of prudence, good judgment, moderation, self-control as exercise of care and intelligence appropriate to circumstances (Pla., Rep. 4, 430e ἡ σωφροσύνη ἐστὶ καὶ ἡδονῶν τινων καὶ ἐπιθυμιῶν ἐγκράτεια, cp. Phd. 68c, Symp. 196c; Aristot., Rhet. 1, 9, 9 σωφροσύνη δὲ ἀρετὴ διʼ ἣν πρὸς τὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος οὕτως ἔχουσιν ὡς ὁ νόμος κελεύει, ἀκολασία δὲ τοὐναντίον, De Virt. et Vit. 2; Diog. L. 3, 91; 4 Macc 1:3, 31; Philo; Jos., Ant. 2, 48, C. Ap. 2, 170 [w. other virtues]; Just., A I, 6, 1; 10, 1 al.; Orig., C. Cels. 2, 29, 13; Did., Gen. 27, 15) w. ἁγνεία IEph 10:3. W. still other virtues (Theoph. Ant. 3, 15 [p. 234, 13]) 1 Cl 64. W. ἐγκράτεια (so Ath.) and other virtues 62:2. Esp. as a woman’s virtue decency, chastity (Diod S 3, 57, 3; Phalaris, Ep. 78, 1; Philo, Spec. Leg. 3, 51 w. αἰδώς; Jos., Ant. 18, 73; BGU 1024, 8; 15; grave ins APF 5, 1913, 169 no. 24. S. σωφρονέω 2; TDrew-Bear, Three Inscriptions fr. Kyme: EpigrAnat 1, ’83, ’97 n. 56 [lit.]) w. αἰδώς (X., Cyr. 8, 1, 30f and Philo, above) 1 Ti 2:9 (EpigrAnat 1, ’83, 97 n. 56). W. other virtues vs. 15.—TBird, CBQ 2, ’40, 259–63; AKollmann, Sophrosyne: WienerStud 59, ’41, 12–34; HNorth, Sophrosyne ’66.—DELG s.v. σῶς. M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σωφροσύνη

  • 88 ἄνοια

    ἄνοια, ας, ἡ (‘the characteristic of one who is ἄνοος’ i.e. without understanding [s. νοῦς]; Theognis 453 et al.; Pla., Tim. 86b δύο ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανία, τὸ δʼ ἀμαθία; Herm. Wr. 14, 8; LXX; Philo; Jos., Bell. 2, 110, C. Ap. 210; Ar. 9, 5 ὢ τῆς ἀ.) folly of exploitative and dissident teachers 2 Ti 3:9 (AcPlCor 1:16). Gener. of human ignorance w. πονηρία (Jos., Ant. 8, 318) 2 Cl 13:1. Of angry pers. ἐπλήσθησαν ἀνοίας they were filled w. fury Lk 6:11; cp. PEg2 51 (the ms. rdg.; for the restoration [δι]|άνοια s. the entry).—DELG s.v. νόος. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄνοια

  • 89 ἔκστασις

    ἔκστασις, εως, ἡ (s. ἐξίστημι; Hippocr.+)
    a state of consternation or profound emotional experience to the point of being beside oneself (‘distraction, confusion, perplexity, astonishment’ in var. aspects: Menand., Fgm. 149 Kock [=136, 2 Kö.] πάντα δὲ τὰ μηδὲ προσδοκώμενʼ ἔκστασιν φέρει; Περὶ ὕψους 1, 4; SIG 1240, 14; 1 Km 11:7; 2 Ch 14:13; Ps 30:23) amazement/astonishment ἐξέστησαν μεγάλῃ ἐκστάσει they were quite beside themselves w. amazement Mk 5:42 (cp. Gen 27:33; Ezk 26:16; 27:35 al.); ἔ. ἔλαβεν ἅπαντας Lk 5:26. [κατ]εῖχεν αὐτὰς ἔκστασις [μεγάλη] AcPl Ha 5, 29. W. τρόμος Mk 16:8. W. θάμβος Ac 3:10.
    a state of being in which consciousness is wholly or partially suspended, freq. associated with divine action, trance, ecstasy (Galen XIX 462 K. ἔ. ἐστιν ὀλιγοχρόνιος μανία; Philo, Rer. Div. Her. 257; 258; 264; 265 [after Gen 2:21; 15:12], Vi. Cont. 40; Plotinus 6, 9, 11; PGM 4, 737; Just., D. 115, 3 ἐν ἐκστάσει [opp. ἐν καταστάσει]; Orig., C. Cels. 7, 3, 39) γενέσθαι ἐν ἐκστάσει fall into a trance Ac 22:17; ἐγένετο (ἐπέπεσεν v.l.) ἐπʼ αὐτὸν ἔ. a trance came over him 10:10. Cp. 11:5.—ERohde, Psyche3 II 18ff; WInge, Ecstasy: EncRelEth V 157–59; ASharma, Ecstasy: EncRel V 11–17.—RAC IV 944–87. B. 1094. DELG s.v. ἵστημι. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔκστασις

См. также в других словарях:

  • μανία — μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc/acc dual μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μανίον neut nom/voc/acc pl μανίᾱ , μανιάω to be mad pres imperat act 2nd sg μανίᾱ , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανία — Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc/acc dual Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανίᾳ — Μανίᾱͅ , Μανίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • μανία — η 1. τρέλα. 2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε. 3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση). 4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανίᾳ — μανίαι , μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επιδειξι(ο)μανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική κατάσταση, στην οποία ο άρρωστος βγάζει τα ρούχα του ή επιδείχνει τα γεννητικά του όργανα, ο επιδεικτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανίας — μανίᾱς , μανία madness fem acc pl μανίᾱς , μανία madness fem gen sg (attic doric aeolic) μανίᾱς , μανιάω to be mad imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανίαν — μανίᾱν , μανία madness fem acc sg (attic doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανίαι — μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»