Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μύρκος

См. также в других словарях:

  • μύρκος — μύρκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν… …   Dictionary of Greek

  • μύρκος — dumb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… …   Dictionary of Greek

  • μυρικάς — μυρικᾱς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος* «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ επίδραση τού μυρίκη «είδος θάμνου»] …   Dictionary of Greek

  • mer-5, merǝ- —     mer 5, merǝ     English meaning: to rub, wipe; to pack, rob     Deutsche Übersetzung: “aufreiben, reiben” and “packen, rauben”     Material: O.Ind. mr̥ṇüti, mr̥ṇati “raubt”, ü marī tár “Rauber”, ámr̥ṇat “raubte”, malí mlu “Rauber; but… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»