-
1 μυλαξ
-
2 μύλαξ
См. также в других словарях:
μύλαξ — μύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. μυλόπετρα 2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. λίθ αξ)] … Dictionary of Greek
μυλάκεσι — μύλαξ millstone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλάκεσσι — μύλαξ millstone masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλάκεσσιν — μύλαξ millstone masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλάκων — μύλαξ millstone masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλακες — μύλαξ millstone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… … Dictionary of Greek
μύλακρος — μύλακρος, ὁ (Α) 1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, ακος + επίθημα ρος (πρβλ. μικ ρός)] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek