Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μόγῳ

См. также в других словарях:

  • μογῶ — μογέω toil pres subj act 1st sg (attic epic doric) μογέω toil pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόγω — μόγος toil masc nom/voc/acc dual μόγος toil masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόγῳ — μόγος toil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… …   Dictionary of Greek

  • συμμογώ — έω, Α (ποιητ. τ.) κοπιάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μογῶ «μοχθώ, κοπιάζω» (< μόγος «κόπος, μόχθος»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»