Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μίνδις

См. также в других словарях:

  • μίνδις — μίνδις, ιος, ἡ (Α) ομάδα επιτρόπων επιφορτισμένων με την επιμέλεια τάφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εγχώρια λ., πιθ. miňtĺ] …   Dictionary of Greek

  • μενδίται — μενδῑται, οἱ (Α) τα μέλη τής μίνδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίνδις «σύνδεσμος επιτρόπων για τη φροντίδα ενός μνημείου» + κατάλ. ίτης, με τροπή τού πρώτου ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»