-
1 Μηνά
-
2 Μήνα
Μήνᾱ, Μήνηmoon: fem nom /voc /acc dualΜήνᾱ, Μήνηmoon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 μήνα
μήνᾱ, μήνηmoon: fem nom /voc /acc dualμήνᾱ, μήνηmoon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 μήνα
-
5 μηνα
-
6 μήνα
-
7 μῆνα
-
8 μήνα
-
9 Μηνᾶ
Βλ. λ. Μηνά -
10 Μηνᾷ
Βλ. λ. Μηνά -
11 μῆνα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μῆνα
-
12 Το μήνα που δεν έχει Σάββατο
• После дождичка в четвергИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μήνα που δεν έχει Σάββατο
-
13 αυτόν τον μήνα
меcецовГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτόν τον μήνα
-
14 μήνας
μήνᾱς, μαίνομαιrage: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)μήνᾱς, μήνηmoon: fem acc plμήνᾱς, μήνηmoon: fem gen sg (doric aeolic) -
15 Μήνας
Μήνᾱς, Μήνηmoon: fem acc plΜήνᾱς, Μήνηmoon: fem gen sg (doric aeolic) -
16 Μήναν
Μήνᾱν, Μήνηmoon: fem acc sg (doric aeolic) -
17 μήναν
μήνᾱν, μήνηmoon: fem acc sg (doric aeolic) -
18 μήνας
ο месяц;προσεχής ( — или επόμενος) μήνας — будущий месяц;
κάθε μήνα — каждый месяц;
τον περασμένο μήνα — в прошлом месяце;
κατά μήνα — или από μήνα σε μήνα — ежемесячно, из месяца в месяц;
§ ο μήνας τού μέλιτος — медовый месяц;
τό μήνα πού δεν έχει Σάββατο — когда рак свистнет;
μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει — а) время летит, не успеешь оглянуться как...; — б) месяца как не бывало (чаще — от получки до получки и т. п.);
βρήκε τον μήνα πού θρέφει τούς έντεκα — он живёт как у Христа за пазухой;
εννιά έχει ο μήνας ирон. — а) ему море по колено; — б) у него хоть кол на голове теши (о безмятежности, безразличии)
-
19 число
число 1) о αριθμός 2) (дата) η ημερομηνία; какое сегодня \число? τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα; сегодня пятое \число σήμερα έχουμε πέντε του μήνα ◇ в·\числое... ανάμεσα σε...· один из \числоа... ένας απ' αυτούς...* * *с1) ο αριθμός2) ( дата) η ημερομηνίαкако́е сего́дня число́? — τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα
сего́дня пя́тое число́ — σήμερα έχουμε πέντε του μήνα
••в числе́... — ανάμεσα σε…
оди́н из числа́ — ένας απ'αυτούς…
-
20 μην
I1) (да, ну) …жеἄγε μ. πείρησαι Hom. — да приди же и попробуй;
ἕπεο μ., ἕπεο Soph. — следуй же, следуй (за мной);ὅρα γε μ. Soph. — да ты посмотри2) ведь, же(ἦ μ. καὴ νέος ἐσσί Hom.)
καὴ μ. τόγε τῶν ζῴων γένος ἐκ τῶν αὐτῶν τούτων φύεται Plat. — да ведь и род животных возникает от тех же причин;τί μ. ; Plat. — а как же?;τί μ. οὐ ; Eur. — а почему же нет?;πῶς μ. ; Xen. — как же?, почему же?;τίνος μ. ἕνεκα ; Xen. — так для чего же?;ποῦ μ. ; Plat. — а где же?3) поистине, действительно, в самом деле(ἦ μ. ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Plat.)
οὐ μ. οἱ τόγε κάλλιον Hom. — нет (право же), так не годится4) (и) вот(καὴ μ. Τάνταλον εἰσεῖδον Hom.)
ὅδε μ. Αἵμων Soph. — но вот (идет) Гемон5) (ну) конечноἀλλ΄ ἢν ἐφῇς μοι …- Καὴ μ. ἐφίημι Soph. — но если ты позволишь мне …- Ну конечно, позволяю
6) (= μέντοι См. μεντοι) все же, однако, тем не менееταῦτα μέν ἐστιν ἄτοπα, δηλοῖ μ. … Plat. — это, правда, странно, но тем не менее доказывает …;
γε μ., οὐ μ. …γε и οὐ μ. οὐδέ Thuc. etc. — тем не менее, однакоII1) месяцτοῦ μηνός Xen., ἑκάστου μηνός Plat., τοῦ μηνὸς ἑκάστου Arph. и κατὰ μῆνα (ἕκαστον) или κατὰ μῆνας Plat. — каждый месяц, ежемесячно;
δεκάτῳ μηνὸς ἐν κύκλῳ Eur. — когда наступил десятый месяц:μηνὸς ἱσταμένου Hom., Thuc.; — в начале месяца (т.е. в течение первой его декады);τῇ τρίτῃ ἐπ΄ εἰκάδι Dem. 23-— го числа;ἕνα μῆνα Hom. — в течение одного месяца;μηνῶν φθινόντων Hom. — по истечении месяцев (года), т.е. по прошествии года;πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. — по прошествии многих-многих месяцев;μῆνες ἐμβόλιμοι Her. — вставные месяцы ( вводившиеся через год для уравнения лунного года с солнечным);οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοί Arst. — месячные фазы (луны)3) pl. календарь
См. также в других словарях:
Μήνα — Μήνᾱ , Μήνη moon fem nom/voc/acc dual Μήνᾱ , Μήνη moon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνα — μήνᾱ , μήνη moon fem nom/voc/acc dual μήνᾱ , μήνη moon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνα — (Μ μήνα) (ερωτηματικό μόριο) μήπως, μη τυχόν («γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα, μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μήνα προέρχεται από συνεκφορά τών μορίων μή και νά. Κατ άλλη άποψη,… … Dictionary of Greek
μήνα — σύνδ. διστ. (συνήθ. σε δημ. τραγ.), μήπως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηνᾶ — Μηνᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηνᾷ — Μηνᾶς masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆνα — μαίνομαι rage aor ind act 1st sg (homeric ionic) μείς Ars Prooem. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγίου Μηνά, δήμος — Νέος δήμος (2.686 κάτ.) του νομού Χίου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Θυμιανών και Νεοχωρίου οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Θυμιανά … Dictionary of Greek
Αγίου Μηνά, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην Περιχώρα του νομού Δράμας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου. Ιδρύθηκε το 1974. Στο μοναστήρι λειτουργεί εκθετήριο χειροτεχνημάτων. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Αμφιάλη του… … Dictionary of Greek
μήνας — μήνᾱς , μαίνομαι rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μήνᾱς , μήνη moon fem acc pl μήνᾱς , μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήνας — Μήνᾱς , Μήνη moon fem acc pl Μήνᾱς , Μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)