-
1 προσεχης
21) примыкающий, прилегающий, смежный, граничащий(Αἰγύπτῳ Her.)
οἱ Ἀθηναῖοι καὴ οἱ προσεχέες Her. — афиняне и их (ближайшие) соседи2) постоянный, непрерывный, непрекращающийся(τὰ προσεχῆ πάθη Sext.)
-
2 προσεχής
προσεχήςnext to: masc /fem nom sg -
3 προσέχης
-
4 προσέχῃς
-
5 προσεχής
ης, ες1) предстоящий;τό προσεχες συνέδριο — предстоящий съезд;
2) будущий, наступающий; следующий, ближайший;την προσεχή εβδομάδα — на следующей неделе;
η συνέχεια εις το προσεχες (τεύχος, φύλλον) — продолжение в следующем номере;
3) близкий (по времени);η νίκη είναι προσεχής — победа близка
-
6 προσεχής
[просэхис] εκ. предстоящий, ближайший,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσεχής
-
7 προσεχής
[просэхис] επ предстоящий, ближайший. -
8 προσεχής
proper -
9 προσεχής
προσεχ-ής, ές, of Place,A next to, π. σφίσι ἑστάναι, in battle, Hdt.9.28, cf. 102;νῆσος -εστάτη τῇ ἠπείρῳ Str.14.6.1
; ἔπλωον προσεχέες τῇ γῇ keeping close to.., Arr.Ind.33: c. gen., π. τῶν κρημνῶν (fort. τῷ κρημνῷ)νάπη D.H.1.32
; οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου π. σιδήρῳ καὶ κόλλῃ attached with.., Paus.8.37.3.b in geogr. sense, bordering upon, adjoining, c. dat.,Λίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ Hdt.3.91
: c. gen.,τὸ π. τοῦ κάτω κόσμου Arist.Mete. 340b12
, cf. Paus.8.4.3: abs., οἱ προσεχέες their next neighbours, Hdt.3.89,93.2 exposed to the wind,π. ἀκταὶ τοῖς ἐτησίαις Anon.
ap. Suid.;π. αἰγιαλὸς Λιβί Str.5.3.6
: abs.,π. καὶ ἀλίμενος Id.4.6.2
, cf. 5.4.4, D.H.3.44.3 closely connected, : [comp] Comp.,- έστερον νῷ Plot.5.4.2
: hence, appropriate, suitable, proper,ὑποθῆκαι π. τῇ πολιτικῇ διοικήσει Phld.Rh.2.272
S.;κυριώτατα καὶ -έστατα ὀνόματα D.H. Comp.3
;ἄγαλμα -έστατον τῇ λύρᾳ Philostr.Im.1.10
; παραδείγματα Aps.p.280 H. ([comp] Comp.).4 proximate, immediate, particular, κατὰ τὸ π. καὶ ἀκριβές, opp. κατὰ τὸν ἀνωτάτω λόγον, Placit.4.4.1; κατὰ τὸ π., opp. κατὰ κοινόν, Sor.2.44, cf. 1.4; τὰ π. καλούμενα μόρια (of the lower limb, viz. thigh, foot, etc.) Gal.7.735, cf. 1.465; τὸ π. τῆς φύσεως αὐτῆς (sc. τῆς ψυχῆς ) its particular nature, Plot.4.2.1;ἡ π. αἰτία Procl.Inst.31
;ὁ π. τοῦ κόσμου δημιουργός Jul.Gal. 99d
. Adv. - χῶς immediately, Id.Or.5.175a, Plot.2.1.5; τὰ π. γεννητικά τινος proximate sources or origins, Gal.5.677;π. συνηρτημένος Iamb.Myst.5.9
, cf. Porph.Intr.4.32, Dam.Pr. 102, al.II of Time, recently, Paul.Aeg.6.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεχής
-
10 προσεχής
önümüzdeki, gelecek, yakın -
11 προσεχής περίοδος
наредниот периодГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > προσεχής περίοδος
-
12 προσεχής συνεδρίαση
cледната cедницаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > προσεχής συνεδρίαση
-
13 προσεχέστερον
προσεχήςnext to: adverbial compπροσεχήςnext to: masc acc comp sgπροσεχήςnext to: neut nom /voc /acc comp sg -
14 προσεχεστάτη
προσεχήςnext to: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————προσεχήςnext to: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
15 προσεχεστάτων
προσεχήςnext to: fem gen superl plπροσεχήςnext to: masc /neut gen superl pl -
16 προσεχεστέρων
προσεχήςnext to: fem gen comp plπροσεχήςnext to: masc /neut gen comp pl -
17 προσεχέα
προσεχήςnext to: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)προσεχήςnext to: masc /fem acc sg (epic ionic) -
18 προσεχές
προσεχήςnext to: masc /fem voc sgπροσεχήςnext to: neut nom /voc /acc sg -
19 προσεχέστατα
προσεχήςnext to: adverbial superlπροσεχήςnext to: neut nom /voc /acc superl pl -
20 προσεχέστατον
προσεχήςnext to: masc acc superl sgπροσεχήςnext to: neut nom /voc /acc superl sg
См. также в других словарях:
προσεχής — next to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… … Dictionary of Greek
προσεχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο αμέσως μετά, ο κοντινός στο μέλλον, ο επόμενος: Το προσεχές έτος θα γίνουν εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσέχῃς — προσέχω hold to pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχῆ — προσεχής next to neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσεχής next to masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχέστερον — προσεχής next to adverbial comp προσεχής next to masc acc comp sg προσεχής next to neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεστάτων — προσεχής next to fem gen superl pl προσεχής next to masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεστέρων — προσεχής next to fem gen comp pl προσεχής next to masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεῖ — προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προσεχής next to masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεῖς — προσεχής next to masc/fem acc pl προσεχής next to masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχέα — προσεχής next to neut nom/voc/acc pl (epic ionic) προσεχής next to masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)